-
1 μπελαλίδικος
η, ο1) доставляющий беспокойство, хлопоты, неприятности; 2) надоедливый, назойливый (о человеке) -
2 μπελαλίδικος
[бэлалидикос] εκ. стеснительный, тягостный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μπελαλίδικος
-
3 μπελαλίδικος
[бэлалидикос] επ стеснительный, тягостный.
См. также в других словарях:
μπελαλίδικος — η, ο θηλ. και ια 1. αυτός που προξενεί μπελάδες 2. δύσκολος, δυσχερής, κοπιαστικός («δουλειά μπελαλίδικη»). επίρρ... μπελαλίδικα με μπελαλίδικο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. belali + κατάλ. ίδικος] … Dictionary of Greek
μπελαλίδικος — η, ο (λ. τουρκ.), αυτός που προκαλεί μπελάδες, ο ενοχλητικός: Τα κατοικίδια συχνά είναι μπελαλίδικα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπελαλής — ο αυτός που προκαλεί μπελάδες, μπελαλίδικος, ενοχλητικός: Μην μπλέκεις μαζί του, είναι μπελαλής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)