Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

μούργα

  • 1 жмыхи

    жмыхи
    мн. (ед. жмых м) с.-х. ἡ ἀμόργη, ἡ μούργα/ τό βαμβακότρυγο[ν] (хлопкового семени).

    Русско-новогреческий словарь > жмыхи

  • 2 гуща

    θ.
    1. καθίζημα, κατακάθι, -ισμα, υποστάθμη, αποκαθίδι, καταπάτι• μούργα•

    кафеиная гуща ο ντελβές.

    2. λόγγος, λογγιά.
    3. κέντρο μάζας, πλήθους.

    Большой русско-греческий словарь > гуща

  • 3 осадок

    -дка α.
    1. καθ ίζημα, υποστάθμη, α-ποκαθίδι, κατακάθι•

    осадок вина οινολάσπη, τρυγία, κρασόλασπη•

    осадок масла αμόργη, μούργα•

    -жира η ζούρα•

    осадок кофе καθίζημα καφέ, ντελβές•

    дать осадок αφήνω κατακάθια.

    2. μτφ. δυσθυμία, βάρος, βαρυθυμιά,
    3. ιζηματογενές πέτρωμα.
    4. πλθ. -и βροχοπτώσεις•

    -и в виде дождя и снега βροχοπτώσεις και χιονοπτώσεις•

    выпадение -ков βροχοπτώσεις.

    Большой русско-греческий словарь > осадок

  • 4 подонки

    -ов πλθ.
    1. κατακάθια, αποκαθιδια, υποστάθμη•

    подонки вина κρασόλασπη, οινολάσπη, η τρυγιά•

    подонки масла μούργα, αμόργη•

    подонки жира η ζούρα•

    подонки кофе ντελβές.

    2. μτφ. ο υπόκοσμος, αποβράσματα, απορρίμματα•

    подонки общества κατακάθια της κοινωνίας.

    Большой русско-греческий словарь > подонки

См. также в других словарях:

  • μούργα — η το ακάθαρτο κατακάθι λαδιού ή κρασιού στον πυθμένα δοχείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. amurca ή < αρχ. ἀμόργη] …   Dictionary of Greek

  • μούργα — η το κατακάθι του λαδιού ή του κρασιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άμουργος — η, ο [μούργα] (για λάδι) χωρίς μούργα …   Dictionary of Greek

  • έντρυγος — ἔντρυγος, ον (Μ) (για κρασί ή λάδι) αυτός που περιέχει τρυγία*, δηλ. κατακάθι, λάσπη (τού κρασιού) ή μούργα (τού λαδιού) («ἐν ἐλαίῳ ἐντρύγῳ» μέσα σε λάδι με μούργα, με κατακάθι, Ιπποκρ.) …   Dictionary of Greek

  • αμούργα — η μούργα* …   Dictionary of Greek

  • αμόργη — ἀμόργη, η (AM) [ἀμέργω] μσν. είδος βαφής αρχ. 1. η ἀμοργίς* 2. το υδατώδες μέρος που εκφεύγει κατά την έκθλιψη τών ελιών, κατακάθι, μούργα …   Dictionary of Greek

  • αμόργης — ἀμόργης, ο (Α) [ἀμέργω] το κατακάθι, η μούργα τού λαδιού (πρβλ. και αμόργη) …   Dictionary of Greek

  • ελαιότρυγο — το (Α ἐλαιότρυγον) η τρύξ*. το κατακάθι τού λαδιού, κν. μούργα …   Dictionary of Greek

  • λαδοφέτζα — η το κατακάθι τού λαδιού, μούργα …   Dictionary of Greek

  • μάλθα — και μάλθη, η (Α μάλθα και μάλθη) [μαλθακός] μίγμα από κερί και πίσσα ή μούργα λαδιού, που χρησιμοποιείται συνήθως για το καλαφάτισμα τών πλοίων νεοελλ. πυκνόρρευστο φυσικό προϊόν τού πετρελαίου, ενδιάμεση βαθμίδα μεταξύ πετρελαίου και ασφάλτου, η …   Dictionary of Greek

  • μουρντάρης — και μουρδάρης, άρα, άρικο, θηλ. και μουρντάρισσα και μουρδάρισσα (ως επίθ. και ως ουσ.) (για πρόσ.) 1. ακάθαρτος, βρόμικος, μιαρός 2. αυτός που κάνει ανήθικες πράξεις, ασελγής 3. αυτός που επιδιώκει και πραγματοποιεί με δόλο αθέμιτα κέρδη 4. (για …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»