-
1 μνημόσυνο
[мнимосино] ουσ. о.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μνημόσυνο
-
2 панихйда
панихйд||аж церк. τό μνημόσυνο[ν]:служить \панихйдау κάνω μνημόσυνο· ◊ гражданская \панихйда τό πολιτικό μνημόσυνο. -
3 панихида
-ы θ. (εκκλσ.) μνημόσυνο•служить -у κάνω μνημόσυνο•
панихида по погибшим μνημόσυνο για τους πεσόντες.
-
4 панихида
-
5 поминать
ρ.δ.1. μνημονεύω, κάνω μνεία, αναφέρω, λέγω το όνομα•мы только что о вас -ли εμείς μόλις τώρα λέγαμε για σας.
2. (εκκλσ.) μνημονεύω, δέομαι για την υγεία κάποιου ή για την ψυχή των πεθαμένων.3. κάνω μνημόσυνο• μετέχω στο μνημόσυνο.εκφρ.поминать добром ή добрым словом – θυμάμαι το καλό ή την καλή κουβέντα (λόγο)•- най как звали – άμα με δεις να με χαιρετήσεις (δε με ξαναβλέπεις).μνημονεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
6 поминки
-нок, -нкам πλθ. (εκκλσ.) μνημόσυνο•справлять поминки κάνω μνημόσυνο.
|| κόλλυβα. -
7 реквием
муз. το πένθιμο εμβατήριο, το μνημόσυνο, το ρέκριεμ (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > реквием
-
8 помиики
поми́икимн. τό μνημόσυνο. -
9 тризиа
три́зиаж τό μνημόσυνο. -
10 отправить
-влю, -вишьρ.σ.μ.. (απο)στέλ-λω•отправить письмо στέλλω γράμμα•
отправить посылку στέλλω δέμα.
|| δίνω εντολή εκκίνησης. || κατευθύνω με σκοπό.εκφρ.отправить в рот отправить – βάζω στο στόμα•отправить на тот свет – στέλλω στον άλλο κόσμο (θανατώνω).αναχωρώ, ξεκινώ, εκκινώ• πηγαίνω φεύγω (για πλοίο) αποπλέω, σαλπάρω•поезд -ится через час το τρένο θα φύγει μετά από μια ώρα•
отправить в путь ξεκινώ για ταξίδι, παίρνω δρόμο•
отправить домой πηγαίνω για το σπίτι.
εκφρ.отправить на тот свет (к предкам ή праотцам) – μεταναστεύω στον άλλο κόσμο.-влю, -вишьρ.σ.μ. παλ. εκτελώ, κάνω•отправить панихиду κάνω μνημόσυνο, παννυχίδα.
-
11 память
-и θ.1. μνήμη, μνημονικό, θυμητικό•слабая память αδύνατη μνήμη•
это никогда не выйдет из моей -и αυτό δε θα το ξεχάσω ποτέ•
зрительная память οπτική μνήμη•
тврдая γερή μνήμη•
лишиться -и στερούμαι μνήμης, έχασα το θυμητικό•
мне пришло на память μου ήρθε στη μνήμη•
удержать в-и κρατώ (διατηρώ) στη μνήμη•
если память не изменяет αν δε με απατά η μνήμη•
написать на память γράφω από μνήμης•
выучить на память απομνημονεύω•
приводить что-л. кому на память φέρω στη μνήμη κάποιου (υπενθυμίζω)•
приводить себе на память ξαναφέρω στη μνήμη μου.
2. ανάμνηση•чтить память τιμώ τη μνήμη•
оставить добрую память αφήνω καλή ανάμνηση•
в память кого-л., чего-л. στη μνήμη του...
3. (εκκλσ.) μνημόσυνο.εκφρ.вечная память – αιώνια η μνήμη•блаженной (светлой, незабвенной) -и – παλ. θεός σχωρέσ τον, αγιάσουν τα κόκκαλά του, ο Θεός ν' αναπάψει την ψυχή του•печальной – με θλιβερή τη μνήμη•недоброй -и – με κακή τη μνήμη•без -и – α) πάρα πολύ, μέχρι τρέλλας•он полюбил е без -и – αυτός την αγάπησε μέχρι τρέλλας. β) κατενθουσιασμένος, γ) αναίσθητος•на память – από μνήμης, όπως το θυμούμαι•на память (дать, подарить, взять, получить) – για ενθύμιο (δίνω, δωρίζω, παίρνω)•на память ή по -и (говорить, рассказывать, знать) – από μνήμης, απ έξω, αποστήθιση (μιλώ, διηγούμαι, γνωρίζω)•по старой -и – από παλαιά συνήθεια ή ανάμνηση του παρελθόντος•прийти на память – μου έρχεται στη μνήμη, ξαναθυμούμαι. -
12 сорочины
-чин πλθ. παλ. το μνημόσυνο στις σαράντα (μέρες). -
13 тризна
-ы θ.1. παλ. μνημόσυνο με φαγοπότι.2. (γραπ. λόγος) τελετή ενταφιασμού ή μνημόσυνου. -
14 упокоение
-я ουδ.ησυχία, -χασμός. || ανάπαυση, θάνατος•место его -я ο χώρος της ανάπαυσης του (ο τάφος)•
поминальная тризна о -и раба Божия παλ. μνημόσυνο για την ανάπαυση του δούλου του Θεού.
См. также в других словарях:
μνημόσυνο — το (ΑΜ μνημόσυνον) νεοελλ. συγκέντρωση κατά τη διάρκεια τής οποίας εκφωνούνται εγκωμιαστικοί λόγοι οι οποίοι αναφέρονται στη ζωή και το έργο προσώπου που έχει πεθάνει («φιλολογικό μνημόσυνο» νεοελλ. μσν. τελετή η οποία γίνεται σε τακτά χρονικά… … Dictionary of Greek
μνημόσυνο — το 1. εκκλησιαστική τελετή για τη μνήμη νεκρού και την ανάπαυση και συγχώρεση της ψυχής του: Τέλεσε μνημόσυνο για τα σαράντα του άντρα της. 2. συγκέντρωση όπου εκφωνούνται λόγοι για τη ζωή και το έργο μιας προσωπικότητας (πολιτικού, λογοτέχνη κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
(εν)νιά(η)μερα — τα 1. μνημόσυνο που γίνεται την ένατη μέρα από το θάνατο κάποιου: Ήμασταν στα εννιάμερα του μακαρίτη. 2. γιορτή που γίνεται εννιά ημέρες μετά την Κοίμηση της Θεοτόκου, δηλ. στις 23 Αυγούστου. νιάμερα, τα και νιάμερα, τα και νιάημερα, τα και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μακαριά — η 1. τεμάχια ψωμιού που μοιράζονται μετά την κηδεία ή το μνημόσυνο, η ψυχόπιτα: Μετά την ταφή μάς πρόσφεραν μακαριά. 2. το δείπνο που πραγματοποιείται μετά την κηδεία ή το μνημόσυνο στο σπίτι του νεκρού, η παρηγοριά: Κανείς δε μιλούσε στη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Парастас — Панихида (также паннихида; парастас; греч. μνημόσυνο; от греч. πανυχίς всенощная) исторически принятое в русском православии название заупокойного чинопоследования; может быть как частным богослужением (требой), так и общественным. Неправильно… … Википедия
Dimitrios Holevas — Photo of Papa Holevas during his time with ELAS Protopresbyter Dimitrios Holevas (Greek: Δημήτριος Χολέβας), more commonly known as Papa Holevas (Παπαχολέβας, Father Holevas ), was a Greek Orthodox priest who was a notable member of the Greek… … Wikipedia
Холевас, Димитриос — Димитриос Холевас (греч. Δημήτριος Χολέβας; 1907(1907), Цука, Фтиотида 16 июля 2001, Афины), архипресвитер, православный греческий священник и видный член Сопротивления, во время Второй мировой войны сражался в рядах ЭЛАС… … Википедия
Νικολάεα — Νικολάεα, τὰ (Α) ονομασία εορτής που γινόταν στη Δήλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εορτή ή μνημόσυνο κάποιου Νικολάου] … Dictionary of Greek
ένατος — η, ο (AM ἔνατος, άτη, ατον Α και επιτ. τ. εἴνατος, η, ον και αιολ. τ. ἔνοτος, η, ον) αυτός που στη σειρά κατέχει τον αριθμό εννέα («εἴνατος ἐνιαυτός», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το ένατο καθένα από τα εννέα ίσα μέρη ενός συνόλου 2. (το… … Dictionary of Greek
αμνημόνευτος — η, ο (Α ἀμνημόνευτος, ον) 1. αυτός που δεν μνημονεύεται ή δεν μνημονεύθηκε, για τον οποίο δεν έγινε λόγος, ο μη αναφερόμενος 2. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν θυμηθεί νεοελλ. 1. αυτός, για τον οποίο δεν τελέστηκε μνημόσυνο ή τού οποίου δεν… … Dictionary of Greek
εννεάμηνος — και εννιάμηνος, η, ο (Α ἐννεάμηνος, ον) (για χρόνο) αυτός που περιλαμβάνει εννέα μήνες νεοελλ. 1. αυτός που διαρκεί εννέα μήνες («εννεάμηνη περιοδεία») 2. (ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εννεάμηνα ή εννιάμηνα μνημόσυνο που γίνεται εννέα μήνες από τον… … Dictionary of Greek