-
1 μεταχειρίζομαι
μετ.1) употреблять, применять, использовать; пользоваться (чём-л.);μεταχειρίζομαι γυαλιά — пользоваться очками;
μεταχειρίζομαιεται το φάρμακο — он обычно пользуется лекарством;
όλα τα μέσα — использовать все средства;όλα τα μεταχειρίζομαιεται — он не останавливается ни перед чем;
2) обращаться, обходиться (с кем-л.); относиться (к кому-л.);μεταχειρίζομαι σκαιώς το παιδί — обращаться грубо с ребёнком
-
2 μεταχειρίζομαι
[мэтахиризомэ] р. употреблять, пользоваться, использовать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μεταχειρίζομαι
-
3 μεταχειρίζομαι
[мэтахиризомэ] ρ употреблять, пользоваться, использовать. -
4 συμμεταχειριζομαι
-
5 βία
η1) сила (физическая); 2) сила, насилие, принуждение;τα ίχνη βίας — следы насилия;
ασκώ ( — или μεταχειρίζομαι) βία — применять силу;
με τη βία — или διά της βίας — силой, насильно, по принуждению;
(μόλις καί) μετά βίας — с (большим) трудом; — насилу (разг);
3). поспешность, торопливость;με πολλή ( — или μεγάλη) βία — а) очень быстро, поспешно, торопливо; — б) наскоро, наспех; — впопыхах;
έχω μεγάλη βία — торопиться, спешить;
δεν είναι (καμμιά) βία — не к спеху, не горит;
γιατί τόση βία; — к чему такая спешка?;
§ εν βία — наспех, второпях, впопыхах;
-
6 μεσκουλ-
η см. μουσμουλ- г μέσ||ο[ν] τό1) середина;στο μεσκουλ- τού δρόμου — посредине улицы;
περί τα μεσκουλ-α των σπουδών — в середине учёбы;
περί τα μεσκουλ-α τού μηνός — в середине месяца;
2) (чаще πλ.) средство, способ;χρησιμοποιώ όλα τα μεσκουλ-α — использовать все средства;
μεταχειρίζομαι παν μεσκουλ- — использовать любое средство, пользоваться любым способом;
χρησιμοποιώ άτιμα μεσκουλ-α — пользоваться нечестными способами, неблаговидными средствами;
3) πλ. средства, деньги, ресурсы;μεσκουλ-α συντήρησης — средства к существованию;
δεν έχω τα μεσκουλ-α να πάω στα λουτρά — у меня нет средств, чтобы поехать на курорт;
4) πλ. средства (для осуществления чего-л.);τα μεσκουλ-α (της) παραγωγής — средства производства;
μεσκουλ-α συγκοινωνίας — средства сообщения, транспорт;
μεσκουλ-α επικοινωνίας — средства связи;
5) πλ. внутренности;6) (чаще πλ.) знакомства, связи; блат (прост.);έχω μεγάλα μεσκουλ-α — иметь большие знакомства, связи;
διορίστηκε με μεσκουλ- ( — или με μέσα) — он получил назна- чение по знакомству;
7):μεσκουλ-ω — или διά μεσκουλ-ου — через (в разн. знач);
διά μεσκουλ-ου τού δάσους — через лес;
μεταβαίνω στο Παρίσι μεσκουλ-ω Ρώμης — ехать в Париж через Рим;
του το ανήγγειλα διά μεσκουλ-ου τού αδελφού του — я ему сообщил об этом через его брата;
§ βγάζω το ζήτημα εις το μεσκουλ- — выдвигать, ставить вопрос;
έχω τα μεσκουλ-α να... — быть в состоянии (что-л, сделать);
εν (τω) μεσκουλ-ω — среди, посреди;
εν μεσκουλ-ω ημών — среди нас;
βρίσκομαι εν μεσκουλ-ω εχθρών — находиться среди врагов;
εν τω μεσκουλ-ω της νυκτός — посреди ночи
См. также в других словарях:
μεταχειρίζομαι — μεταχειρίζομαι, μεταχειρίστηκα, μεταχειρισμένος βλ. πίν. 34 Σημειώσεις: μεταχειρίζομαι : η μτχ. μεταχειρισμένος χρησιμοποιείται ως επίθετο (μεταχειρισμένο αυτοκίνητο → όχι καινούριο, χρησιμοποιημένο). Το ρ. είναι μεταβατικό (μεταχειρίζομαι κάτι) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μεταχειρίζομαι — take in hand pres ind mp 1st sg μεταχειρίζω take in hand pres ind mp 1st sg μεταχειρίζω take in hand pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταχειρίζομαι — (ΑΜ μεταχειρίζομαι, Α σπαν. και ενεργ μεταχειρίζω, Μ και μεταχειρίζω και μεταχερίζομαι και ματαχερίζομαι) 1. χρησιμοποιώ, κάνω χρήση, χειρίζομαι («μεταχειρίστηκα το φτυάρι για να σκαλίσω τη γη») 2. (συν. με επίρρ.) φέρομαι σε κάποιον με τον έναν… … Dictionary of Greek
μεταχειρίζομαι — μεταχειρίστηκα, μεταχειρισμένος, κάνω χρήση κάποιου, χρησιμοποιώ: Μεταχειρίζεται ξένες λέξεις στο λόγο του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταχειρίζεσθε — μεταχειρίζομαι take in hand pres imperat mp 2nd pl μεταχειρίζομαι take in hand pres ind mp 2nd pl μεταχειρίζομαι take in hand imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) μεταχειρίζω take in hand pres imperat mp 2nd pl μεταχειρίζω take in hand pres ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταχειριζομένων — μεταχειρίζομαι take in hand pres part mp fem gen pl μεταχειρίζομαι take in hand pres part mp masc/neut gen pl μεταχειρίζω take in hand pres part mp fem gen pl μεταχειρίζω take in hand pres part mp masc/neut gen pl μεταχειρίζω take in hand pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταχειριζόμεθα — μεταχειρίζομαι take in hand pres ind mp 1st pl μεταχειρίζομαι take in hand imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) μεταχειρίζω take in hand pres ind mp 1st pl μεταχειρίζω take in hand pres ind mp 1st pl μεταχειρίζω take in hand imperf ind mp 1st pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταχειριζόμενον — μεταχειρίζομαι take in hand pres part mp masc acc sg μεταχειρίζομαι take in hand pres part mp neut nom/voc/acc sg μεταχειρίζω take in hand pres part mp masc acc sg μεταχειρίζω take in hand pres part mp neut nom/voc/acc sg μεταχειρίζω take in hand … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταχειριούμενον — μεταχειρίζομαι take in hand fut part mp masc acc sg (attic epic doric) μεταχειρίζομαι take in hand fut part mp neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) μεταχειρίζω take in hand fut part mid masc acc sg (attic epic doric) μεταχειρίζω take in hand… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταχειρισαμένων — μεταχειρίζομαι take in hand aor part mp fem gen pl μεταχειρίζομαι take in hand aor part mp masc/neut gen pl μεταχειρίζω take in hand aor part mid fem gen pl μεταχειρίζω take in hand aor part mid masc/neut gen pl μεταχειρίζω take in hand aor part… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταχειρισάμενον — μεταχειρίζομαι take in hand aor part mp masc acc sg μεταχειρίζομαι take in hand aor part mp neut nom/voc/acc sg μεταχειρίζω take in hand aor part mid masc acc sg μεταχειρίζω take in hand aor part mid neut nom/voc/acc sg μεταχειρίζω take in hand… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)