Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

συμμεταχειρίζομαι

См. также в других словарях:

  • συμμεταχειρίζομαι — Α (αποθ.) φροντίζω για κάτι μαζί με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μεταχειρίζομαι «χρησιμοποιώ, διευθετώ»] …   Dictionary of Greek

  • συμμεταχειρίζεσθαι — συμμεταχειρίζομαι take charge of along with pres inf mp συμμεταχειρίζομαι take charge of along with pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμεταχείρισις — ήσεως, ἡ, Μ [συμμεταχειρίζομαι] ταυτόχρονη φροντίδα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»