-
1 συμμεταχειριζομαι
См. также в других словарях:
συμμεταχειρίζομαι — Α (αποθ.) φροντίζω για κάτι μαζί με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μεταχειρίζομαι «χρησιμοποιώ, διευθετώ»] … Dictionary of Greek
συμμεταχειρίζεσθαι — συμμεταχειρίζομαι take charge of along with pres inf mp συμμεταχειρίζομαι take charge of along with pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμεταχείρισις — ήσεως, ἡ, Μ [συμμεταχειρίζομαι] ταυτόχρονη φροντίδα … Dictionary of Greek