-
1 μετατροπή
[мэтатропи] ουσ. в. изменение, обращение,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μετατροπή
-
2 превращение
η μετατροπή, η τροποποίηση, η αλλαγή, η μεταβολή, η μεταμόρφωση, ο μετασχηματισμός- в жидкое состояние η ρευστοποίηση, η υγροποίησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > превращение
-
3 перемена
перемена ж 1) η αλλαγή· η μεταβολή, η μετατροπή (изменение)' \перемена обстановки η αλλαγή κατάστασης 2) (в школе ) το διάλειμμα* * *ж1) η αλλαγή; η μεταβολή, η μετατροπή ( изменение)переме́на обстано́вки — η αλλαγή κατάστασης
2) ( в школе) το διάλειμμα -
4 замена
-и в.1. αντικατάσταση• αναπλήρωση• αλλαγή•замена одного спектакля другим αντικατάσταση ενός θεάματος με άλλο.
|| μετατροπή•замена наказания μετατροπή της ποινής.
2. αντικαταστάτης• αναπληρωτής•найти -у для кого βρίσκω αντικαταστάτη κάποιου.
-
5 обращение
-я ουδ.1. στροφή, γύρισμα• κατεύθυνση.2. μεταβολή, μετατροπή•обращение дробей в десятичные μετατροπή κλασμάτων σε δεκαδικούς.
|| μεταποίηση• αλλαγή.3. κυκλοφορία (εμπορευμάτων, αίματος κ.τ.τ.)• пустить в -θέτω σε κυκλοφορία•изъять из -я βγάζω από την κυκλοφορία.
4. αφοσίωση, επίδοση•обращение к науке αφοσίωση στην επιστήμη.
5. αλλαξοπιστία•обращение в христианство εκχριστιανισμός.
6. τροπή•обращение в бегство τροπή σε φυγή, κατατρόπωση.
7. χρησιμοποίηση (προς όφελος).8. συμπεριφορά, φέρσιμο μεταχείριση•хорошее καλή συμπεριφορά•
жестокое обращение κακομεταχείριση.
9. έκκληση, πρόσκληση επίκληση•обращение со-вта мира έκκληση του Συμβουλίου ειρήνης.
10. (γραμμ.) κλήση, προσφώνηση (σε κλητική πτώση). -
6 реализация
-и θ.1. πραγματοποίηση•реализация плана πραγματοποίηση του πλάνου.
2. πούληση, μετατροπή σε χρήμα•реализация продукции μετατροπή των προϊόντων σε χρήμα.
-
7 видоизменение
1. (действие) η τροποποίησηη μεταβολήη μετατροπήη αλλαγή2. (разновидность чего-л.) η παραλλαγή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > видоизменение
-
8 застудневание
хим. η πήξη, η μετατροπή (σε ζελατίνη).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > застудневание
-
9 изменение
η αλλαγή, η μεταβολή, η μετατροπή, η τροποποίηση- во времени - στο χρόνο, χρονική -- в цене (торг.фин.) - τιμής- знака - σήμα-τος/συμβόλου- цен (торг.фин.) - των τιμώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > изменение
-
10 клавир
1. (общее название всех клавишных инструментов) τα πληκτροφόρα όργανα 2. (переложение партитуры для исполнения на фортепьяно) η μετατροπή (της παρτιτούρας για πιάνο/κλειδοκύμβαλο)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > клавир
-
11 конверсия
эк. η μετατροπή, η μεταβολή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > конверсия
-
12 конвертирование
эк. η μετατροπή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > конвертирование
-
13 модуляторный
физ. διαμορφωτικός модуляция 1. физ. η διαμόρφωση (του παλμού)-- с авторегулированием несущей частоты - με αυτορρύθμιση της φέρουσας συχνότητας2. муз. (переход из одной тональности в другую) о μετατονισμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > модуляторный
-
14 обратимость
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обратимость
-
15 обращение
1. (вращение вокруг своей оси) η περιστροφή 2. (циркуляция, напр. в системе) η κυκλοφορίαпускать в - что-л. βάζω κάτι σε -3. (адресование) η αναφορά, η παραπομπή(просьба речь) η έκκληση, η επίκληση4. (превращение) η μεταμόρφωση, η μεταβολή, η μετατροπή 5. (манипулирование) ο χειρισμός 6. грам. η προσφώνηση (σε κλητική πτώση).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обращение
-
16 перевод
1. (величин, единиц измерений и т.п.) η μετατροπή, η αναγωγή 2. (с одного режима на другой) η αλλαγή, η αναστροφή, η μεταστροφή 3. полигр. η μεταφορά 4. (с одного языка на другой) η μετάφρασηподстрочный - см. дословный -свободный - ελεύθερη -, η απόδοση5. (с одного места на другое) η μετάθεση, η μεταφορά 6. (денежный) το έμβασμα, η μεταφοράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > перевод
-
17 перемена
1. (замена, смена одного другим, изменение) η μεταβολή, η μετατροπή, η αλλαγή 2. (перерыв между уроками) το διάλειμμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перемена
-
18 переоборудование
1. (приспосабливание к нештатному использованию) η μετατροπή, η μετασκευή, η προσαρμογή 2. (замена оборудования) о επανεξοπλισμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переоборудование
-
19 пересчёт
1. (повторение вычисления) о υπολογισμός εκ νέου 2. (переход на другую систему единиц) η αναγωγή, η μετατροπή 3. (переход на другой масштаб) η μεταφορά (σε άλλη κλίμακα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пересчёт
-
20 подкисление
η οξίνωση, η μετατροπή σε όξινο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подкисление
См. также в других словарях:
μετατροπῇ — μετατροπή retribution fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετατροπή — retribution fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετατροπή — η (ΑΜ μετατροπή) [μετατρέπω] μεταβολή, αλλαγή, τροποποίηση (α. «η μετατροπή τών όρων τού συμβολαίου έγινε μετά από συμφωνία και τών δύο πλευρών» β. «σώματος γένεσις καὶ μετατροπή», Πλούτ.) νεοελλ. φρ. «μετατροπή ποινής» (νομ.) μείωση τής ποινής… … Dictionary of Greek
μετατροπή — η αλλαγή, μεταβολή, μεταποίηση: Έκανε πολλές μετατροπές στο σενάριο πριν γυρίσει την ταινία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εσωτερική μετατροπή — Η διαδικασία κατά την οποία ένας πυρήνας σε διεγερμένη κατάσταση μεταπηδά σε μια κατάσταση χαμηλότερης ενέργειας και προσφέρει ενέργεια σε ένα από τα τροχιακά του ηλεκτρόνια, συνήθως ένα Κ ηλεκτρόνιο. Αν αυτή η ενέργεια είναι αρκετά μεγάλη για να … Dictionary of Greek
εξάτμιση — Μετατροπή μιας ουσίας από την υγρή κατάσταση σε αυτήν του ατμού. Το φαινόμενο της ε. διαφέρει από το φαινόμενο του βρασμού, γιατί η ε. συντελείται σε οποιαδήποτε θερμοκρασία, αφορά μόνο την επιφάνεια του υγρού και είναι ανάλογη με αυτήν. Όσο πιο… … Dictionary of Greek
νιτροποίηση — Μετατροπή της αμμωνίας σε νιτρικό οξύ, η οποία γίνεται στο έδαφος και στα λιμνάζοντα νερά, με τη δράση ορισμένων μικροοργανισμών. Η σημασία της ν. είναι τεράστια για την αποτελεσματική καλλιέργεια των εδαφών, γιατί επιτρέπει τη μεταβολή του… … Dictionary of Greek
μετατροπαῖς — μετατροπή retribution fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετατροπαί — μετατροπή retribution fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετατροπῆς — μετατροπή retribution fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετατροπήν — μετατροπή retribution fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)