-
61 переработка
-и θ.1. κατεργασία, επεξεργασία, δούλεμα μετατροπή. || χώνεψη, αφομοίωση.2. ξαναδούλεμα, ξαναεπεξεργασία, διόρθωση. || αλλαγή, διαφοροποίηση.3. υπερωρία•уплатили за -у πλήρωσαν για την υπερωρία.
4. κάθε τι ξαναδουλεμένο, διορθωμένο. -
62 перетирка
-и θ.1. κόψιμο με τη συνεχή τριβή.2. τρίψιμο, μετατροπή σε λεπτά τεμάχια.3. καθάρισμα με τρίψιμο. -
63 переход
-а α.1. διάβαση, διέλευση, πέρασμα• διάπλους.2. μετακίνηση, μετατόπιση. || εξάπλωση, επέκταση• μετάδοση. || αλλαγή διαμονής. || προβίβαση (μαθητή, σπουδαστή).3. αυτομόληση. || αλλαξοπιστία. || μεταβίβαση. || μτφ. μεταπήδηση, πέρασμα•переход к другой теме πέρασμα σε άλλο θέμα.
|| μετατροπή εξέλιξη•переход ссоры в драку πέρασμα από το μάλωμα στον τσακωμό.
4. στάση (η απόσταση μεταξύ δύο σταθμεύσεων).5. πέρασμα (μέρος διάβασης).6. διάδρομος.7. μετάπτωση. -
64 поворот
-а α.1. στροφή• στρίψιμο, γύρισμα•поворот винта στρίψιμο της βίδας.
2. καμπή: поворот улицы, реки καμπή της οδού, του ποταμού.3. μτφ. αλλαγή, μεταβολή, μεταλλαγή, μετατροπή•коренной поворот ριζική αλλαγή-- в на-строниях αλλαγή στις διαθέσεις•
поворот к лучшему στροφή (τροπή) προς το καλύτερο•
обратный поворот μεταστροφή.
εκφρ.от ворот поворот получить – παίρνω αρνητική απάντηση ή την απο-ξηλωμένη. -
65 превращение
-я ουδ.μετατροπή, μεταβολή, μεταλλαγή μεταποίηση, μετασχηματισμός• μεταμόρφωση. -
66 преображение
-я ουδ.μεταμόρφωση• μετασχηματισμός. || μετατροπή, μεταβολή, αλλαγή. -
67 преобразование
-я ουδ.μεταμόρφωση μετασχηματισμός μεταποίηση τροποποίηση. || μετατροπή, μεταβολή μεταλλαγή. -
68 претворение
-я ουδ.1. μετατροπή, μεταβολή.2. πραγματοποίηση, εφαρμογή. -
69 раскрашивание
-я ουδ.χρωμάτισμα, βάψιμο.-я ουδ.τρίψιμο, μετατροπή σε τρίμματα, ψίχουλα. -
70 распыление
-я ουδ.1. κονιοποίηση• μετατροπή σε λεπτά σταγονίδια.2. διασκόρπιση, διασπορά• κατατεμαχισμός, διάσπαση•распыление сил δι,άσπαση των δυνάμεων.
-
71 силосование
-я ουδ.μετατροπή σε σιλό. -
72 теплота
-ы θ.1. θερμότητα•единица измерения -ы μονάδα μέτρησης θερμότητας•
превращение химической энергии в -у μετατροπή της χημικής ενέργειας σε θερμότητα.
|| θερμοκρασία•теплота воздуха η θερμοκρασία του αέρα•
теплота плавления θερμοκρασία (βαθμός) τήξης.
2. ζέστη, ζεστασιά• θαλπωρή•он любит -у αυτός αγαπά τη ζέστη.
3. βλ. теплсг (2 σημ.). -
73 трансформация
-и θ.1. μετασχηματισμός, μετατροπή. || μεταμόρφωση• μεταλλαγή.2. (φυσ.) μετασχηματισμός.3. γρήγορη μεταμόρφωση ηθοποιού σε άλλους ρόλους. -
74 трансформирование
-я ουδ.μετασχηματισμός, μετατροπή. || μεταμόρφωση, μεταλλαγή. -
75 чередование
-я ουδ.εναλλαγή•чередование движений εναλλαγή των κινήσεων•
чередование культур η αμειψισπορά.
(γλωσ.) μετατροπή•чередование фонем η ε\ιαΧλα.γτ\ των φθόγγων.
-
76 эмульгирование
-я ουδ.γαλακτοποίηση, η μετατροπή σε γαλάκτωμα. || γαλάκτωση. -
77 Юрьев
-а, -о, επ. του Γεωργίου:вот тебе, бабушка и Юрьев день να, γιαγιά, τί σου είναι η μέρα του αγίου Γεωργίου (για ξαφνική μετατροπή του γεγονότος προς το χειρότερο• από το γεγονός ότι ο τσάρος ακύρωσε προηγούμενο διάταγμα, που έδινε το δικαίωμα στους αγρότες τη μέρα αυτή να αλλάζουν τσιφλικά). -
78 яровизация
-и θ.η μετατροπή του φθινοποριάτικου σπόρου σε ανοιξιάτικου.
См. также в других словарях:
μετατροπῇ — μετατροπή retribution fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετατροπή — retribution fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετατροπή — η (ΑΜ μετατροπή) [μετατρέπω] μεταβολή, αλλαγή, τροποποίηση (α. «η μετατροπή τών όρων τού συμβολαίου έγινε μετά από συμφωνία και τών δύο πλευρών» β. «σώματος γένεσις καὶ μετατροπή», Πλούτ.) νεοελλ. φρ. «μετατροπή ποινής» (νομ.) μείωση τής ποινής… … Dictionary of Greek
μετατροπή — η αλλαγή, μεταβολή, μεταποίηση: Έκανε πολλές μετατροπές στο σενάριο πριν γυρίσει την ταινία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εσωτερική μετατροπή — Η διαδικασία κατά την οποία ένας πυρήνας σε διεγερμένη κατάσταση μεταπηδά σε μια κατάσταση χαμηλότερης ενέργειας και προσφέρει ενέργεια σε ένα από τα τροχιακά του ηλεκτρόνια, συνήθως ένα Κ ηλεκτρόνιο. Αν αυτή η ενέργεια είναι αρκετά μεγάλη για να … Dictionary of Greek
εξάτμιση — Μετατροπή μιας ουσίας από την υγρή κατάσταση σε αυτήν του ατμού. Το φαινόμενο της ε. διαφέρει από το φαινόμενο του βρασμού, γιατί η ε. συντελείται σε οποιαδήποτε θερμοκρασία, αφορά μόνο την επιφάνεια του υγρού και είναι ανάλογη με αυτήν. Όσο πιο… … Dictionary of Greek
νιτροποίηση — Μετατροπή της αμμωνίας σε νιτρικό οξύ, η οποία γίνεται στο έδαφος και στα λιμνάζοντα νερά, με τη δράση ορισμένων μικροοργανισμών. Η σημασία της ν. είναι τεράστια για την αποτελεσματική καλλιέργεια των εδαφών, γιατί επιτρέπει τη μεταβολή του… … Dictionary of Greek
μετατροπαῖς — μετατροπή retribution fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετατροπαί — μετατροπή retribution fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετατροπῆς — μετατροπή retribution fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετατροπήν — μετατροπή retribution fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)