-
1 μελικός
-
2 μελικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελικός
-
3 μελικός
-
4 μελικος
I2[μέλος II] сопровождаемый пением, мелический(ποίησις Plut.)
IIὅ мелический поэт, песенник Plut. -
5 μελικός
μελικόςlyric: masc nom sg -
6 μελικός
η, ό[ν] мелический, сопровождаемый пением (о поэзии) -
7 μελικός
[мэликос] επ лирический. -
8 μελικά
μελικόςlyric: neut nom /voc /acc plμελικά̱, μελικόςlyric: fem nom /voc /acc dualμελικά̱, μελικόςlyric: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
9 μελικόν
μελικόςlyric: masc acc sgμελικόςlyric: neut nom /voc /acc sg -
10 μελικαί
μελικόςlyric: fem nom /voc pl -
11 μελική
μελικόςlyric: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
12 μελικήν
μελικόςlyric: fem acc sg (attic epic ionic) -
13 μελικών
-
14 μελικῶν
-
15 μελικής
-
16 μελικῆς
-
17 μελικοίς
-
18 μελικοῖς
-
19 μελικού
-
20 μελικοῦ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μελικός — lyric masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελικός — ή, ό (Α μελικός, ή, όν) [μέλος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μέλος ή αυτός που συνοδεύεται ή εκτελείται με μέλος, ο λυρικός («μελικὴ ποίησις», Πλούτ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο μελικός ο λυρικός ποιητής αρχ. φρ. «μελικὸν σχῆμα» η μορφή τών… … Dictionary of Greek
μελικός — ή, ό ο σχετικός με το μέλος, ο λυρικός: Μελική ποίηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μελικά — μελικός lyric neut nom/voc/acc pl μελικά̱ , μελικός lyric fem nom/voc/acc dual μελικά̱ , μελικός lyric fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελικῶν — μελικός lyric fem gen pl μελικός lyric masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελικόν — μελικός lyric masc acc sg μελικός lyric neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελικαί — μελικός lyric fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελικοῖς — μελικός lyric masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελικοῦ — μελικός lyric masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελικῆς — μελικός lyric fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελική — μελικός lyric fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)