-
1 μελικόν
μελικόςlyric: masc acc sgμελικόςlyric: neut nom /voc /acc sg -
2 μεταβολικός
A changeable,τρόπος Plb.38.5.6
; of persons, Vett. Val.14.16; subject to change, mutable,μέρη Plu.2.373d
;φύσις Simp. in Cael.114.14
. Adv. - κῶς with a change of metre, Heph.Poëm. p.74 C.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταβολικός
См. также в других словарях:
μελικόν — μελικός lyric masc acc sg μελικός lyric neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελικός — ή, ό (Α μελικός, ή, όν) [μέλος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μέλος ή αυτός που συνοδεύεται ή εκτελείται με μέλος, ο λυρικός («μελικὴ ποίησις», Πλούτ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο μελικός ο λυρικός ποιητής αρχ. φρ. «μελικὸν σχῆμα» η μορφή τών… … Dictionary of Greek