-
1 rage
λύσσα -
2 kuduz
λύσσα, λυσσασμένος -
3 ярость
ярость ж η οργή, η λύσσα· прийти в \ярость οργίζομαι* * *жη οργή, η λύσσαприйти́ в я́рость — οργίζομαι
-
4 неистовство
неистов||ствос ἡ παράφορα, ἡ μανία, ἡ λύσσα:прийти́ в \неистовствоство φρενιάζω, μέ πιάνει λύσσα. -
5 бешенство
бешен||ствос1. (заболевание) ἡ λύσσα;2. (неистовство) ἡ παράφορα, ἡ μανία. -
6 злость
злостьж ἡ κακία, ἡ κακοβουλία, ἡ κακεντρέχεια, ἡ μοχθηρία / ὁ θυμός, ἡ παράφορα, ἡ λύσσα (ярость):его́ \злость берет λυσσάει· говорить со \злостью ὁμιλώ μέ κακία. -
7 остервеиение
остервеие||ниес разг ἡ μανία, τό φρένιασμα, ἡ λύσσα:прийти в \остервеиениение ἐξαγριώνομαι, γίνομαι θηρίο, φρενιάζω, λυσσάζω. -
8 ярость
ярос||тьж ἡ λύσσα, ἡ μανία, ἡ ὁργή, τό φρένιασμα:вне себя от \яростьти φρενιασμένος, ἔξω φρενών с \яростьтью μανιασμένα, λυσσασμένα. я́рус м1. σειρά·2. театр. ὁ ἐξώστης:ло́жа (второго \яростьа θεωρείο στό δεύτερο ἐξώστη·3. геол. τό στρώμα, τό κοίτασμα. -
9 rabies
['reibi:z](a disease that causes madness (and usually death) in dogs and other animals (including humans).) λύσσα -
10 rage
[rei‹] 1. noun1) ((a fit of) violent anger: He flew into a rage; He shouted with rage.) οργή2) (violence; great force: the rage of the sea.) μανία, λύσσα2. verb1) (to act or shout in great anger: He raged at his secretary.) βάζω τις φωνές2) ((of wind, storms etc) to be violent; to blow with great force: The storm raged all night.) λυσσομανώ3) ((of battles, arguments etc) to be carried on with great violence: The battle raged for two whole days.) μαίνομαι4) ((of diseases etc) to spread quickly and affect many people: Fever was raging through the town.) απλώνομαι σαν τη φωτιά•- raging- all the rage
- the rage -
11 бешенство
[μπιέσυνστβα] ουσ. ο. μανία, λύσσα -
12 остервенение
[ασηρβινιένιιε] ουσ. ο. μανία, λύσσα -
13 бешенство
[μπιέσυνστβα] ουσ ο μανία, λύσσα -
14 остервенение
[ασηρβινιένιιε] ουσ ο μανία, λύσσα -
15 бешенство
-а ουσ.1. λύσσα (νόσος).2. μτφ. μανία, παράφορα. -
16 озлобление
-я ουδ.εξόργιση, παρόργιση, αγρίευμα, εξαγρίωση. || κακία, θυμός, λύσσα. -
17 остервенение
-я ουδ.παραφροσύνη, λύσσα, μανία φρενίτιδα εξαγρίωση•прийти в -и βλ. остервенеть.
εκφρ.с -ем – εντατικότατα, πυρετωδώς. -
18 раж
-а α.μανία, λύσσα, φρενίτιδα•войти (прийти) в раж μανιάζω, λυσσάζω, φρεν ιάζω, φρε-νιτιώ, με πιάνει το μπουρίνι.
-
19 свирепость
-и θ.αγριότητα•свирепость льва η αγριότητα του λιονταριού.
|| σφοδρότητα, λύσσα, μανία•свирепость бури η μανία της θύελλας.
|| μτφ. θηριωδία, σκληρότητα, ωμότητα. || πλθ. -и θηριωδίες. -
20 ярость
-и θ.1. σφοδρή οργή, μανία, λύσσα.2. ορμητικότητα ισχυρή.εκφρ.с -ью – με μανία, μανιασμένα• με πάθος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λύσσα — λύσσᾱ , λύσσα rage fem nom/voc/acc dual λύσσα rage fem nom/voc sg λύσσᾱ , λυσσάω to be raging pres imperat act 2nd sg λύσσᾱ , λυσσάω to be raging imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύσσα — Θανατηφόρα νόσος, η οποία προκαλείται από έναν νευροτρόπο διηθητό ιό, που μεταδίδεται στον άνθρωπο συνήθως από δάγκωμα ή από αμυχές που προξενούν μολυσμένοι σκύλοι ή και άλλα μολυσμένα ζώα, όπως οι γάτες. Πριν από την πλήρη εκδήλωση της νόσου,… … Dictionary of Greek
λύσσᾳ — λύσσαι , λύσσα rage fem nom/voc pl λύσσᾱͅ , λύσσα rage fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύσσα — η 1. μολυσματική αρρώστια που προσβάλλει το σκύλο και μεταδίδεται και στον άνθρωπο. 2. μανία: Τον χτύπησε με λύσσα. 3. έντονη ερωτική επιθυμία. 4. (για φαγητά), πολύ αλμυρό: Το κρέας είναι λύσσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λυσσᾷ — λυσσάω to be raging pres subj mp 2nd sg λυσσάω to be raging pres ind mp 2nd sg (epic) λυσσάω to be raging pres subj act 3rd sg λυσσάω to be raging pres ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύσσ' — λύσσα , λύσσα rage fem nom/voc sg λύσσαι , λύσσα rage fem nom/voc pl λύσσᾱͅ , λύσσα rage fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύσσας — λύσσᾱς , λύσσα rage fem acc pl λύσσᾱς , λύσσα rage fem gen sg (doric aeolic) λύσσᾱς , λυσσάω to be raging imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύσσαι — λύσσα rage fem nom/voc pl λύσσᾱͅ , λύσσα rage fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύσσαν — λύσσα rage fem acc sg λύσσᾱν , λυσσάω to be raging imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) λύσσᾱν , λυσσάω to be raging imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυσσᾶν — λύσσα rage fem gen pl (doric aeolic) λυσσάω to be raging pres part act masc voc sg (doric aeolic) λυσσάω to be raging pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) λυσσάω to be raging pres part act masc nom sg (doric aeolic) λυσσᾶ̱ν , λυσσάω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυσσῶν — λύσσα rage fem gen pl λυσσάω to be raging pres part act masc voc sg λυσσάω to be raging pres part act neut nom/voc/acc sg λυσσάω to be raging pres part act masc nom sg (attic epic ionic) λυσσάω to be raging pres part act masc nom sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)