-
1 λωιων
стяж. λῴων 2, gen. ονος (superl. λῷστος) [λῶ] более желательный, лучший(πολὺ λώϊόν ἐστι Hom.; ταῦτ΄ ἐμοῦ λῷον φρονεῖ Soph.)
λῷον καὴ ἄμεινον Xen. — значительно целесообразнее; -
2 λωιτερος
-
3 λωον
-
4 λωστος
-
5 λωων
-
6 αγαθος
3(ᾰγ) (compar. ἀμείνων, βελτίων, κρείσσων, λωΐων, λῴων, поэт. тж. ἀρείων, βέλτερος, λωΐτερος, φέρτερος; superl. ἄριστος, βέλτιστος, κράτιστος, λώϊστος, λῷστος, поэт. тж. βέλτατος, φέριστος, φέρτατος, κάρτιστος)1) хороший, отличный(ἰητήρ, θεράπων Hom.)
ἀ. τι Hom., Her., Plat., εἴς и πρός τι Plat., περί τι Lys., ἔν τινι Plat. и ποιεῖν τι Hes., Plat. — искусный (отличившийся) в чем-л.2) добрый, благой(δαίμων Arph.; θεός Plut.)
καλὸς κἀγαθός Plat. — нравственно (духовно) совершенный;ὦ ΄γαθέ! Plat. — ах, мой милый!3) доблестный, храбрый(Ἀχιλλεύς Hom.)
βοέν ἀ. Hom. — славный в бою4) благородный, знатный Hom., Pind., Soph., Eur.
См. также в других словарях:
λωίων — λωΐων, λώιον και λωίτερος, έρα, ον, αττ. τ. λῴων, λῷον (Α) 1. ευαρεστότερος, επιθυμητότερος («τόδε λώιόν ἐστι», Ομ. Οδ.) 2. καλύτερος («εἴ τι δὴ λῷον πέλοι», Αισχύλ.) 3. (το ουδ. ως επίρρ.) λώϊον καλύτερα 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ λώϊον μέτρο όγκου… … Dictionary of Greek
λωίων — o neut gen pl λωίων o masc/fem nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λωίων — Λῷος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῴονα — λωίων o neut nom/voc/acc comp pl λωίων o masc/fem acc comp sg λωίων o neut acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λωίτερον — λωίων o masc acc sg λωίων o neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λώιον — λωίων o masc/fem voc comp sg λωίων o neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λωιτέρη — λωίων o fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λωιτέρην — λωίων o fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λωιτέρης — λωίων o fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λωιτέρῃ — λωίων o fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λωιόνων — λωίων o gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)