Перевод: с немецкого на все языки
ληκυθίζω
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
ληκυθίζω — (Α) [λήκυθος] 1. μιλώ με υπόκωφη φωνή, σαν να μιλώ μέσα σε λήκυθο («τραγωδὸς Μοῡσα ληκυθίζουσα», Καλλ.) 2. φωνασκώ, βοώ, μιλώ με κομπασμό 3. φρ. «ληκυθίζω θέσεις» λέγω κοινοτοπίες ή μεγαλοποιώ τα κοινά και απλούστατα πράγματα με ρητορικές… … Dictionary of Greek
ληκυθίζειν — ληκυθίζω declaim in a hollow voice pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληκυθίζουσα — ληκυθίζω declaim in a hollow voice pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληκυθίζων — ληκυθίζω declaim in a hollow voice pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λήκυθος — Αγγεία μικρού μεγέθους της αρχαιότητας που περιείχαν αρώματα ή λάδι. Σήμερα, οι αρχαιολόγοι ονομάζουν λ. έναν ορισμένο τύπο μυροδόχου αγγείου σε σχήμα φιάλης, με μακρύ και πολύ στενό λαιμό, μία λαβή και βάση. Το σχήμα αυτό άρχισε να εμφανίζεται… … Dictionary of Greek
ληκυθισμός — ληκυθισμός, ὁ (Α) [ληκυθίζω] το να μιλά ή να φωνάζει ή να ψάλλει κάποιος με δυνατή λαρυγγώδη φωνή … Dictionary of Greek
ληκυθιστής — ληκυθιστής, ὁ (Α) [ληκυθίζω] αυτός που κομπορρημονεί, αλαζόνας … Dictionary of Greek
ἀποληκυθίσας — ἀποληκυθίσᾱς , ἀπό ληκυθίζω declaim in a hollow voice aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)