-
1 λεπτο-λάχανον
λεπτο-λάχανον, τό, kleines Gemüse, K. S.
-
2 λεπτολάχανον
A small vegetables, POxy.1656.8 (iv/v A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεπτολάχανον
-
3 λεπτολάχανον
λεπτο-λάχανον, τό, kleines Gemüse
См. также в других словарях:
γάλιο — (galium). Γένος δικοτυλήδονων ποωδών φυτών. Φυτρώνει σε όλες τις ηπείρους εκτός της Αυστραλίας και ανήκει στην οικογένεια των ρουβιιδών. Έχει λεπτό και έρπον ρίζωμα, τετραγωνικό και τριχωτό βλαστό, και φύλλα λογχοειδή ή γραμμοειδή κατά σπονδύλους … Dictionary of Greek