Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

λαμπάς

  • 1 лампас

    [λαμπάς]συ<τ. α σιρίτι (παντελονιού)

    Русско-греческий новый словарь > лампас

  • 2 лампас

    [λαμπάς]συ<τ. α σιρίτι (παντελονιού)

    Русско-эллинский словарь > лампас

  • 3 ламповый

    лампов||ый
    прил τής λάμπας (для ламп)/ μέ λαμπτήρες (с лампами):
    \ламповыйое стекло τό γυαλί τής λάμπας· \ламповый приемник радио ὁ δέκτης μέ λαμπτήρες· \ламповый усилитель ἐνισχυτής μέ λαμπτήρες.

    Русско-новогреческий словарь > ламповый

  • 4 ламповый

    επ.
    1. της λάμπας, της λυχνίας•

    -ое стекло το γυαλί της λάμπας.

    || με ηλεκτρονικές λάμπες•

    ламповый приёмник δέκτης με ηλεκτρονικές λάμπες.

    2. ουσ. θ. -ая αποθήκη λαμπών.

    Большой русско-греческий словарь > ламповый

  • 5 сетка

    I. тех. το πλέγμα, το δίκτυο, η εσχάρα
    - лампы (элн.) η εσχάρα της λυχνίας/λάμπας
    пламегасительная - απο-μόνωσης/κατάσβεσης της φλόγας
    II. астр. о αστερισμός Δίκτυο.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сетка

  • 6 триггер

    ο διακόπτης (της λυχνίας/λάμπας).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > триггер

  • 7 горелка

    горелка
    ж τό μπέκο, τό ράμφος:
    \горелка лампы τό ράμφος (или τό. μπέκο) τῆς λάμπας· газовая \горелка τό μπέκο τοῦ γκαζιού.

    Русско-новогреческий словарь > горелка

  • 8 свет

    свет I
    м в разн. знач. τό φως:
    лунный \свет τό φως τής σελήνης, τό φεγγαρόφωτο, τό σεληνόφως· рассеянный \свет τό διάχυτο φως· отраженный \свет τό φως ἀπό ἀντανάκλαση· электрический \свет τό ἡλεκτρικό φῶς· зажигать \свет ἀνάβω τό φως· при \свете лампы μέ τό φως τής λάμπας· при \свете луны στό φως τής σελήνης· чуть \свет στά βαθειά χαράματα· рассматривать что́-л. на \свет κοιτάζω κάτι στό φως· представлять что-л. в выгодном \свете παρουσιάζω κάτι ὅπως μοῦ συμφέρει· бросать (проливать) \свет на что́-л. χύνω φῶς πάνω σέ κάτι, φωτίζω κάτι, διαλευκάνω· нн \свет ни заря τά χαράματα, στό λυκαυγές· \света (белого) невзвидеть разг μοῦ φαίνεται ὁ οὐρανός σφοντύλι.
    свет II
    λ·
    1. (мир, вселенная) ὁ κόσμος, τό σύμπαν, ἡ οἰκουμένη, ἡ ὑφήλιος, ὁ ντουνιδς:
    страны \света τά σημεία τού ὁρίζοντος· части \света τά μέρη τοῦ κόσμου· на краю \света στά πέρατα τοῦ κόσμου, στήν ἄκρη τοῦ κόσμου· путешествие вокру́г \света а) ταξείδιον γύρω στή γή, б) κάνω τόν γύρο τοδ κόσμου μέ πλοίο (на корабле)· бродить по \свету περιπλανιέμαι, πλανιέμαι, γυρίζω τόν κόσμο·
    2. (общество) ἡ κοινωνία, ὁ κόσμος:
    всему́ \свету известно σ· ὅλους εἶναι γνωστό, ὅλ,ος ὁ κόσμος τό ξέρει· высший \свет уст. ἡ ἀριστοκρατία, ἡ ὑψηλή κοινωνία· ◊ увидеть \свет (о произведении и т. п.) ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι δημοσιεύομαι· выпустить в \свет ^ (издать) δημοσιεύω, ἐκδίδω· производить на \свет φέρω στον κόσμο, γεννῶ· являться на \свет γεννιέμαι· сжить со \света ἐξοντώνω κάποιον отправить на тот \свет στέλλω στον ἄλλο κόσμο· отправиться на тот \свет τά τινάζω· на э́том \свете σ' αὐτόν τόν κόσμο· больше всего́ на \свете περισσότερο ἀπ' ὅλα στον κόσμο· ни за что на \свете! разг γιά τίποτα στον κόσμο!· \свет не клином сошелся поел. ὁ κόσμος δέν χάθηκε, δέ χάλασε ὁ κόσμος· ругаться на чем \свет стои́т разг βρίζω σάν ἀμαξας.

    Русско-новогреческий словарь > свет

  • 9 ламповый

    [λάμπαβυϊ] εκ. της λάμπας

    Русско-греческий новый словарь > ламповый

  • 10 ламповый

    [λάμπαβυϊ] επ της λάμπας

    Русско-эллинский словарь > ламповый

  • 11 волосок

    -ска α.
    1. τριχίτσα.
    2. τριχίτσες ρίζας•

    корневые -и νηματοειδείς ρίζες.

    3. σύρμα, ελατήριο λεπτό, νηματοειδές•

    волосок в электрической лампочке το νήμα της ηλεκτρικής λάμπας.

    εκφρ.
    на волосок ή на -е – σε (απο) μια τρίχα (στο χείλος της καταστροφής, του θανάτου)•
    висеть ή держаться на -е – κρέμομαι, κρατιέμαι από μια τρίχα (βρίσκομαι σε πάρα πολύ επικίνδυνη κατάσταση)•
    не тронуть -а – δε θίγω ούτε μια τρίχα (δε βλάπτω καθόλου).

    Большой русско-греческий словарь > волосок

  • 12 одноламповый

    επ.
    μιας λάμπας (λυχνίας)•

    одноламповый приёмник δέκτης ραδιοφώνου με μια λάμπα.

    Большой русско-греческий словарь > одноламповый

  • 13 параметр

    α.
    (μαθ.) η παράμετρος•

    параметр электронной лампы η παράμετρος της ηλεκτρονικής λάμπας.

    Большой русско-греческий словарь > параметр

  • 14 патрон

    α.
    1. πάτρωνας, προστάτης απελευθερωθέντος δούλου. || πολιούχος άγιος καθολικών.
    2. αφέντης, κύριος. || προϊστάμενος.
    α.
    1. φυσίγγιο, φυσέκι•

    боевой патрон ένσφαίρο φυσίγγιο•

    холостой патрон άσφαιρο φυσίγγιο.

    || κάλυκας φυσιγγίου.
    2. (τεχ.) το τρυπανούχο.
    3. βάση λάμπας, ντούι.
    4. ιχνάριο, αχνάρι, πατρόν (κοπτικής).
    5. τύπος σχεδίου σε ύφασμα.

    Большой русско-греческий словарь > патрон

  • 15 пережиг

    α.
    υπερθέρμανση, κάψιμο υπερβολικό. || αχρήστευση από το πολύ κάψιμο•

    -лампы το κάψιμο της λάμπας.

    || κατανάλωση θερμαντικής ενέργειας πέραν-του κανονικού.

    Большой русско-греческий словарь > пережиг

  • 16 прибавить

    -влго -вишь ρ.σ.μ.
    1. βάζω επιπρόσθετα, προσθέτω συμπληρωματικά, βάζω και άλλο, ακόμα λίγο•

    прибавить сахару βάζω ακόμα λίγη ζάχαρη•

    прибавить вина в стакан ρίχνω ακόμα λίγο κρασί στο ποτήρι.

    2. αυξαινω, ανεβάζω•

    -зарплату αυξαίνω τις αποδοχές•

    прибавить огня в лампе ανεβάζω το φως της λάμπας.

    3. βάζω, αυξαίνω κατά το βάρος•

    на курорте она -ла несколько килограммов στη λουτρόπολη αυτή έβαλε κάμποσα κιλά.

    4. αμ. προσθέτω, λέγω•

    не забудьте, -ил он, что я скоро ухожу μην ξεχνάτε, πρόσθεσε αυτός, ότι γρήγορα φεύγω.

    5. υπερβάλλω, μεγαλοποιώ, τα παραλέω, τα παραφουσκώνω.
    6. κάνω αριθμητική πρόσθεση•

    прибавить три к семи προσθέτω τρία και εφτά.

    προστίθεμαι, προσθέτομαι, αυξαίνομαι, μεγαλώνω κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    день -лся η μέρα μεγάλωσε•

    он -лся на пять килограммов αυτός έβαλε (αύξησε το βάρος του) πέντε κιλά•

    вода -лась η στάθμη του νερού ανέβηκε•

    к бедности -лась ещё и болезнь στη φτώχεια προστέθηκε και η αρρώστεια.

    Большой русско-греческий словарь > прибавить

  • 17 приспустить

    ρ.σ.μ. χαμηλώνω, υποβιβάζω, κατεβάζω λίγο• υποστέλλω•

    приспустить шторы κατεβάζω λίγο τις κουρτίνες•

    приспустить флаг υποστέλλω τη σημαία.

    || ελαττώνω, μειώνω, λιγοστεύω•

    приспустить огонёк лампы λιγοστεύω το φως της λάμπας.

    χαμηλώνω, υποστέλλομαι κλπ. ρ. ενεργ.φ.

    Большой русско-греческий словарь > приспустить

  • 18 притушить

    ρ.σ.μ.
    (απλ.) σβήνω•

    притушить ли пожар έσβησαν την πυρκαγιά.

    || λιγοστεύω, χαμηλώνω•

    притушить лампу χαμηλώνω το φως της λάμπας.

    Большой русско-греческий словарь > притушить

  • 19 пузырь

    α.
    1. φυσαλίδα, φουσκαλίδα,φούσκα, μπουρμπουλήθρα, πομφόλυγά•

    мыльный пузырь σαπουνά φούσκα.

    || πέμφιγγα, φουσκάλα, -ίδα, φλύκταινα (δερματική πάθηση).
    2. (ανατ.) κύστη•

    жлчный пузырь χοληδόχα κύστη•

    мочевой пузырь ουροδόχα κύστη•

    плавательный пузырь у рыб η νηκτική κύστη των ψαριών.

    3. Ά θερμοφόρα.
    4. χαϊδ. μπόμπιρας.
    5. λαμπογυάλι (της λάμπας πετρελαίου, διογκωμένο στο κάτω μέρος).

    Большой русско-греческий словарь > пузырь

  • 20 свет

    -а (-у), προθτ. в -, на -у α.
    1. το φως•

    солнечный свет ηλιακό φως, ηλιόφως•

    свет луны το σεληνόφως, το φεγγαρόφωτο•

    луч -а αχτίδα φωτός•

    свет и тьма φως και σκοτάδι•

    дневной свет το φως της μέρας•

    читать при -е лампы διαβάζω με το φως της λάμπας•

    зажечь свет ανάβωτο φως•

    выключить свет σβήνω το φως•

    чуть свет χαράματα, χαραυγή.

    || φέξιμο πρωινό•

    ещё до -а два часа δυο ώρες είναι ακόμα ώσπου να φέξει.

    2. το φωτεινό μέρος (πίνακα, φωτογραφίας κ.τ.τ.).
    3. σαφήνεια, καθαρότητα αντίληψης, νόησης•

    свет истины το φως της αλήθειας•

    свет знания το φως της γνώσης.

    || (χαίδ.) το είναι, η ύπαρξη•

    мой свет! το φως μου!

    εκφρ.
    свет очей; свет жизни – το φως των ματιών• το φως της ζωής (πολυαγάπητος, ακριβός)•
    в два -аπαλ. με δυο σειρές παράθυρα•
    в -е – στο φως (α.πο άποψη)•
    показать в выгодном -е – δείχνω έτσι, όπως με ωφελεί•
    представить в ложном -е – παρουσιάζω απατηλά•
    видеть в розовом -е – τα βλέπω όλα ρόδινα (ωραιοποιώ μια κατάσταση)•
    ни свет ни заря – βαθιά χαράματα, όρθρος βαθύς•
    чем светκ. чуть свет το λυκαυγές, η χαραυγή•
    пролить ή бросить свет – χύνω, ρίχνω φως (ξεδιαλύνω, διαλευκαίνω).
    α.
    1. κόσμος, το σύμπαν, η πλάση, η οικουμένη, η υφήλιος•

    путешествовать вокруг света κάνω το γύρο του κόσμου•

    части -а ο ι ήπειροι•

    страны -а οι χώρες του κόσμου.

    2. η κοινωνία, το ανθρώπινο περιβάλλον•

    всему -у известно όλος ο κόσμος το ξέρει.

    || ανώτερο κοινωνικό στρώμα•

    высший ο αριστοκρατικός κόσμος, η αριστοκρατία•

    большой свет η ανώτερη κοινωνία.

    εκφρ.
    Божий светβλ. 1 σημ. не близкий (близок, близкий) (απλ.) είναι μακριά ακόμα•
    новый свет – ο νέος κόσμος (η Αμερική)•
    старый свет – ο παλαιός κόσμος (Ευρώπη, Ασία, Αφρική)•
    тот свет – ο άλλος κόσμος (μεταθανάτιος)•
    этот свет – ο επίγειος κόσμος•
    - а преставлениеβλ. светопреставление• на этом -е σ αυτόν τον κόσμο (τον επίγειο)•
    всё (никто, ничто) на -е – το παν, κανένας, τίποτε δε μπορεί να ανακαλέσει, την απόφαση (αποφασίστηκε αμετάκλητα)•
    выйти в свет ή увидеть свет – βγαίνω στη δημοσιότητα, βλέπω το φως της δημοσιότητας•
    извлечь на (божий) свет – βγάζω από το σκοτάδι στο φως (για κάτι κρυμμένο, λησμονημένο και αχρησιμοποίητο)•
    сжить ή согнать со света, со свету ή со света, со свету – θανατώνω•
    родиться ή появиться на свет – α) γεννιέμαι, έρχομαι στον κόσμο, β) εμφανίζομαι•
    на чем свет стоит – εμφανίζομαι πολύ γερά, εντονότατα, δριμύτατα.

    Большой русско-греческий словарь > свет

См. также в других словарях:

  • λαμπάς — 1 torch fem nom sg λαμπάς 2 torch lit fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμπάς — λαμπάς, άδος, ἡ (AM) βλ. λαμπάδα …   Dictionary of Greek

  • λάμπας — λάμπᾱς , λάμπη torch fem acc pl λάμπᾱς , λάμπη torch fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμπάδα — λαμπάς 1 torch fem acc sg λαμπάς 2 torch lit fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμπάδας — λαμπάς 1 torch fem acc pl λαμπάς 2 torch lit fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμπάδε — λαμπάς 1 torch fem nom/voc/acc dual λαμπάς 2 torch lit fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμπάδες — λαμπάς 1 torch fem nom/voc pl λαμπάς 2 torch lit fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμπάδεσσι — λαμπάς 1 torch fem dat pl (epic aeolic) λαμπάς 2 torch lit fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμπάδι — λαμπάς 1 torch fem dat sg λαμπάς 2 torch lit fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμπάδοιν — λαμπάς 1 torch fem gen/dat dual λαμπάς 2 torch lit fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμπάδος — λαμπάς 1 torch fem gen sg λαμπάς 2 torch lit fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»