-
1 λαγωος
-
2 λαγωός
λαγώς ο1) см. λαγός; 2) перен. трус -
3 λαγωός
=λαγώς заяц -
4 λαγως
атт. λᾰγῶς, ион.-дор. λᾰγός, эп.-атт. λᾰγωός ὅ (sing.: gen. λαγώ, dat. λαγῷ, acc. λαγών, λαγῶ и λαγώ; pl.: nom. λαγῴ, gen. λαγῶν, dat. λατῷς, acc. λαγώς) заяц Hom., Hes., Aesch., etc.λαγὼ βίον ζῆν Dem. — жить заячьей жизнью, т.е. в вечном страхе;
-
5 πτωξ
Iπτωκός adj. пугливый, боязливый, робкий(λαγωός Hom.)
IIπτωκός ὅ1) заяц Hom., Anth.2) беглец Aesch. -
6 ωκυποδης
См. также в других словарях:
λαγῷος — of the hare masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγωός — (Αστρον.). Μικρός αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου που βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς του Ωρίωνος, του Ηριδανού, του Γλυφείου, της Περιστεράς, του Μεγάλου Κυνός και του Μονόκερω. Ο λαμπρότερος αστέρας του, ο α ή Αρνέμπ με μέγεθος 2,58,… … Dictionary of Greek
λαγώος — (Αστρον.). Μικρός αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου που βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς του Ωρίωνος, του Ηριδανού, του Γλυφείου, της Περιστεράς, του Μεγάλου Κυνός και του Μονόκερω. Ο λαμπρότερος αστέρας του, ο α ή Αρνέμπ με μέγεθος 2,58,… … Dictionary of Greek
λαγωός — λαγῶς hare masc nom sg λαγωός masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγῶος — λαγῶς hare masc gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγῷα — λαγῷος of the hare neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγός — Θηλαστικό, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας leporidae, της τάξης των λαγομόρφων. H επιστημονική του ονομασία είναι Lepus europaeus. Ο λ. αυτός, που συχνά αποκαλείται κοινός σε αντιδιαστολή προς τα άλλα είδη του ίδιου γένους, έχει συνήθως μήκος… … Dictionary of Greek
λαγῷ' — λαγῷα , λαγῷος of the hare neut nom/voc/acc pl λαγῷε , λαγῷος of the hare masc voc sg λαγῷαι , λαγῷος of the hare fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγῴα — λαγῴ̱ᾱ , λαγῷος of the hare fem nom/voc/acc dual λαγῴ̱ᾱ , λαγῷος of the hare fem nom/voc sg (doric aeolic) λαγῴᾱ , λαγωίη killing of hares fem nom/voc/acc dual λαγῴᾱ , λαγωίη killing of hares fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγῴας — λαγῴ̱ᾱς , λαγῷος of the hare fem acc pl λαγῴ̱ᾱς , λαγῷος of the hare fem gen sg (doric aeolic) λαγῴᾱς , λαγωίη killing of hares fem acc pl λαγῴᾱς , λαγωίη killing of hares fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγῴων — λαγῴ̱ων , λαγῷος of the hare fem gen pl λαγῴ̱ων , λαγῷος of the hare masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)