Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ὠκυπόδης

См. также в других словарях:

  • ὠκυπόδης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωκυπόδης — ὁ, Α (ποιητ. τ.) ωκύπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + πόδης (< πούς, ποδός), πρβλ. πολυ πόδης] …   Dictionary of Greek

  • Ὠκυπόδης — Ὠκυπόδη fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠκυπόδην — ὠκυπόδης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠκυπόδας — ὠκυπόδᾱς , ὠκυπόδης masc acc pl ὠκυπόδᾱς , ὠκυπόδης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αργιπόδης — ἀργιπόδης, ο (Α) αυτός που έχει λευκά πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αργι * + πόδης < πους, ποδός (πρβλ. ωκυπόδης, αιγοπόδης κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • δίποδης — δίποδης, ο (Α) αυτός που έχει μήκος ή πλάτος δύο ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + πόδης < πους, ποδός (πρβλ. αργιπόδης, ωκυπόδης)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»