-
1 λεως
-
2 Λεως
-ῶ ὅ Леой (один из афинских героев-эпонимов, по преданию сын Орфея, давший имя филе Λεωντίς; для прекращения поветрия принес в жертву богам своих трёх дочерей, см. Λεωκόραι См. Λεωκοραι) Dem., Plut. -
3 λέως
-
4 λαος
I.ион.-атт. λεώς ὅ тж. pl.(λαὸν ἀγείρειν Hom.)
2) пешие бойцы, пехота(ἵπποι καὴ λ. Hom.)
3) сухопутная армия(νῆές τε καὴ λ. Hom.)
4) люди, населениеλαοὴ ἀγροιῶται Hom. — поселяне;
ναυτικὸς λεώς Aesch. — моряки, гребцы;ὅ γεωργικὸς λεώς Arph. — земледельцы;ἐγχώριοι λαοί Aesch. — местное население;μέροπες λαοί Aesch. — человеческий род5) ( в театре) публика, зрители(αἱ στίχες τῶν λαῶν Arph.)
6) собрание, толпа(ἀκούετε, λεῴ! Arph.; ὅ πολὺς λεώς Plat.)
7) народ, племя(Δωριεύς Pind.; Λυδῶν τε καὴ Φρυγῶν Aesch.; ξύμπας Ἀχαιῶν λ. Soph.)
Κάδμου λ. Soph. = ΘηβαῖοιII.gen. к λᾶας См. λαας -
5 Λεωκοραι
-
6 Λεωκοριον
-
7 αμφιτειχης
-
8 αστικος
-
9 γεωργικος
I31) земледельческий, сельскохозяйственный(σκεύη, λεώς Arph.; βίος Plat., Arst.; βιβλίον Plut.)
2) сведущий в земледелии(ἀνήρ Plat., Arst.)
IIὅ1) опытный земледелец Plat.2) любитель земледелия Plut. -
10 δημοτης
дор. δᾱμότᾱς - ου ὅ1) человек из народа, простой человек Her., Eur., Xen.ὁ δ. λεώς Arph. — простой народ
2) член того же дема, земляк Soph., Arph., Plat., Arst.3) согражданин, соотечественник Pind., Eur. -
11 εναλιος
эп.-дор. εἰνάλιος 3 и 21) морской(κορῶναι Hom.; ἄκατος Pind.; πόροι Aesch.; θεός Soph., Eur.; νῆσοι, ζῷα Arst.)
εἰνάλιοι πόνοι Pind., Theocr. — труды рыбаков;ἐ. λεώς Soph. — мореплаватели, моряки;πόντου ἐναλία φύσις Soph. и τὸ τῶν ἐναλίων γένος Plut. = ἰχθύες2) приморский(χθών Eur.; δίαιται Plut.)
-
12 εργατης
Iadj. m1) деятельный, энергичный(στρατηγός Xen.)
2) работящий, трудолюбивый(ἀνήρ Dem.)
3) рабочий, трудящийся(λεώς Arph.; βοῦς Plut.)
IIὅ1) рабочий, ремесленник, мастерἐ. λίθων Luc. — каменотес;
ἐ. τῶν ἐν πολέμῳ Xen. — отличный воин;ἐ. τῶν καλῶν καὴ σεμνῶν Xen. — творец прекрасных и славных дел2) (тж. ἐ. γῆς Her., Plut. и περὴ τέν γεωργίαν Dem.) земледелец, пахарь Soph., Eur., Xen. -
13 ηγησιλεως
-
14 θρανιτης
-
15 ιππηλατης
πᾶς ἱ. καὴ πεδοστιβές λεώς Aesch. — вся конница и пехота
-
16 ιπποτης
-
17 κραταιλεως
-
18 μελανοσυρμαιος
2[συρμαία и σύρμα] ирон. поящий черными зельями из-под черной полы(λεώς, т.е. Αἰγύπτιοι Arph.)
-
19 ναυβατης
I2(ᾰ) плывущий на корабле, движущийся по морю(στρατός, ὁπλισμοί Aesch.; λεώς Eur.)
ν. ἀνήρ Aesch. собир. — моряки, мореходы;ν. στόλος Soph. — морской поход;ναυβάται ξένοι Thuc. — морские наемные войскаII -
20 ναυτικος
I3мореходный, морской(στρατός Her.; λεώς Aesch.; στόλος Soph.)
ναυτικὰ ἐρείπια Aesch. — обломки кораблей;ναυτικέ δύναμις Plat. — морское могущество;ναυτικέ ἀναρχία Eur. — отсутствие дисциплины среди матросовIIὅ мореход, мореплаватель, моряк Thuc., Polyb.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λέως — entirely ionic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέως — Μυθολογικό πρόσωπο. Υπήρξε ήρωας της Αττικής και από αυτόν πήρε την ονομασία της η Λεωντίς φυλή μετά τη μεταρρύθμιση του Κλεισθένη. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Φώτιου και της Σούδας, ήταν γιος του Ορφέα και είχε τρεις κόρες, τη Φασιθέα… … Dictionary of Greek
Λεώς — Λεώ̆ς , Λεώς men masc acc pl (attic epic ionic) Λεώ̆ς , Λεώς men masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεώς — Μυθολογικό πρόσωπο. Υπήρξε ήρωας της Αττικής και από αυτόν πήρε την ονομασία της η Λεωντίς φυλή μετά τη μεταρρύθμιση του Κλεισθένη. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Φώτιου και της Σούδας, ήταν γιος του Ορφέα και είχε τρεις κόρες, τη Φασιθέα… … Dictionary of Greek
Λεῴς — Λεῴ̆ς , Λεώς men masc dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεῷς — λεάζω to be smooth fut opt act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεώς — λαός men masc acc pl (doric ionic) λαός men masc nom/voc/acc pl (attic) λαός men masc nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λεῶν — Λεώς men masc gen pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… … Dictionary of Greek
λεώδης — (I) λεώδης, ῶδες (Α) [λεώς] δημώδης, κοινός. (II) λεώδης, ῶδες (Α) αυτός που λιθοβολείται, λιθόβλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λέως (< λᾶας «λίθος»), πρβλ. κραταί λεως] … Dictionary of Greek
Ipotane — In Greek mythology, Ipotanes were a race of half horse, half humans, unlike the satyrs, who were half goat. [ [http://www.pantheon.org/articles/s/sileni.html Encyclopedia Mythica Sileni] Greek woodland gods or spirits, closely connected to the… … Wikipedia