-
1 Beat
v. trans.Strike: P. and V. κρούειν, τύπτειν, κόπτειν, συγκόπτειν (Eur., Cycl. 228), πατάξαι ( 1st aor. of πατάσσειν), Ar. and V. παίειν (rare P.), θείνειν, ἀράσσειν.Strike noisily: P. and V. κροτεῖν.Flog: Ar. and P. μαστιγοῦν.Beat to death: P. ἀποτυμπανίζειν.Beat metal: P. συγκροτεῖν.Conquer: P. and V. νικᾶν, χειροῦσθαι.V. intrans. Of the pulse, etc: P. σφύζειν, P. and V. πηδᾶν.Of the heart: V. ὀρχεῖσθαι.Beat the breast: P. and V. κόπτεσθαι (absol.).Beat a retreat: see Retreat.Beat up, procure: P. παρασκευάζεσθαι.Beat upon: see Strike.The breath of the horses beat upon them: V. εἰσέβαλλον ἱππικαί πνοαί (Soph., El. 719).——————subs.Noice of the foot, etc.: P. and V. κρότος, ὁ.Of the heart: V. πήδημα, τό. P. πήδησις, ἡ.Rhythmic motion: V. πίτυλος, ὁ.With beat of plashing oar: V. κωπῆς ῥοθιάδος συνεμβολῇ (Æsch., Pers. 396).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Beat
-
2 Oarsman
subs.Ar. and P. ἐρέτης, ὁ, P. πρόσκωπος, ὁ, V. κώπης ἄναξ, ὁ (Eur., Cycl. 86), ἐρετμοῦ ἐπιστάτης, ὁ (Eur., Hel. 1267).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Oarsman
-
3 Plashing
adj.V. πολύρροθος, ῥόθιος.fem. adj., V. ῥοθιάς.With rythmic beat of plashing oar: V. κώπης ῥοθιάδος συνεμβολῇ (Æsch., Pers. 396).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Plashing
-
4 Rhythmic
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Rhythmic
-
5 Rhythmical
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Rhythmical
-
6 Rower
subs.Ar. and P. ἐρέτης, ὁ. P. πρόσκωπος, ὁ, V. κώπης ἄναξ, ὁ (Eur., Cycl. 86), ἐρετμοῦ ἐπιστάτης, ὁ (Eur., Hel. 1267).In warships were three tiers of rowers: (1) θρανῖται, οἱ, (2) ζυγῖται, οἱ, (3) θαλάμιοι, οἱ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Rower
-
7 Spar
subs.Beam: Ar. and P. δοκός, ἡ, P. κεραία, ἡ.Of a ship: V. δόρυ, τό, or use κορμοὶ ναυτικοί (Eur., Hel. 1601).Spars for oars: Ar. and P. κωπῆς, οἱ.——————v. intrans.P. σκιαμαχεῖν, χειρονομεῖν; see Box.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Spar
См. также в других словарях:
κωπῆς — κωπάω pres ind act 2nd sg (doric) κωπάω pres ind act 2nd sg (epic doric ionic) κωπέω furnish with oars pres ind act 2nd sg (doric) κωπεύς pieces of wood fit for making oars masc nom pl κωπεύς pieces of wood fit for making oars masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώπης — κώπη handle fem gen sg (attic epic ionic) κωπάω pres ind act 2nd sg κωπάω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έννιον — ἔννιον, το (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κώπης μέρος τὸ ἐπὶ τοῡ σκαλμοῡ ἔνδον ἐν τῇ νηΐ» … Dictionary of Greek
επιψαύω — (AM ἐπιψαύω) [ψαύω] αγγίζω ελαφρά την επιφάνεια, αγγίζω ελαφρά («oὔτ΄ ἄρ’ ἐπιψαύων σάκεος», Ησίοδ.) || αρχ. μσν. (για γεγονότα ή ενέργεια) κάνω σύντομη μνεία («τὰ δὲ καὶ εἴρηκα αὐτῶν ἐπιψαύσας», Ηρόδ.) αρχ. 1. (με γεν.) απλώνω το χέρι και πιάνω… … Dictionary of Greek
κέλης — ο (ΑΜ κέλης, Α δωρ. τ. κέληξ) άλογο ιππασίας νεοελλ. ναυτ. ελαφρά, επιμήκης και ταχεία κωπήλατη λέμβος στην οποία οι ερέτες κάθονται αντίθετα προς την πλευρά κίνησης τού φτερού τής κώπης, αλλ. φαλαινίς αρχ. 1. (συχνά στην επικεφαλίδα ωδών τού… … Dictionary of Greek
κωπεύς — κωπεύς, έως, ὁ (Α) [κώπη] (μόνο στον πληθ.) κωπέες και (αττ. τ.) κωπῆς πλατιά ξύλα κατάλληλα για την κατασκευή κουπιών … Dictionary of Greek
μόθουρα — μόθουρα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λαβή κώπης» … Dictionary of Greek
ρόθιος — ον, θηλ. και ῥοθία και ποιητ. τ. ῥοθιάς, άδος, Α [ῥόθος] 1. (κυρίως για τα κύματα) αυτός που κινείται ορμητικά, με θόρυβο (α. «ἀμφὶ δὲ κῡμα βέβρυκε ῥόθιον», Ομ. Οδ. β. «ἦ ῥοθίοις εἰλατίναις δικρότοισι κώπαις ἔπλευσαν», Ευρ. γ. «εὐθὺς δὲ κώπης… … Dictionary of Greek
χηραμός — και χαραμός και χειραμός και χηλαμός, ὁ, πληθ. και ετερογενής τ. χηραμά, τὰ, Α 1. τρύπα, κοιλότητα, κοίλωμα, κουφάλα («σφῆκας δαφοινοὺς χηραμῶν ἀνειρύσας», Λυκόφρ.) 2. η λαβή τού ξίφους («εἰς τὸν χηραμὸν τῆς κώπης ἀνέδραμε, μόνην δὲ καταλείπει… … Dictionary of Greek
όκνος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. Μερικοί τονίζουν το όνομα στη λήγουσα. 1. Γιος του Τιβέρου και της Μαντώς, εγγονός του Τειρεσία ή του Ηρακλή, αδελφός του Αυλήτη, του ιδρυτή της Περουγίας της Ιταλίας. Σύμφωνα με τον Βιργίλιο, είχε χτίσει και τη… … Dictionary of Greek