-
1 κόψιμο
-
2 κόψιμο
[копсимо] ουσ. о. покройΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κόψιμο
-
3 κόψιμο
[копсимо] ουσ ο покрой. -
4 κόψιμο
accordailles -
5 κόψιμο
cutΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κόψιμο
-
6 koparılma
κόψιμο, αποκοπή -
7 koparma
κόψιμο, αποκοπή, απόσπαση -
8 yarılma
κόψιμο στα δύο, χώρισμα σε δύο -
9 рубка
рубка 1-и θ.1. κοπή, κόψιμο•рубка дерева το κόψιμο δέντρου•
рубка мяса κόψιμο κρέατος.
2. φτιάξιμο με ξυλεία•рубка избы φτιάξιμο ιζμπας.
3. λογχομαχία, διασπάθιση, μαχαιροχτυπήματα.рубка 2-и θ.1. μεσόστεγο των πλοίων, ταμπούκι•боевая рубка ξύλινος πύργος, προπύργιο•
рулевая рубка πηδαλιούχε ίο, οιακιστήριο.
|| πηδαλιουχείο αερόστατου.2. κάθε ειδικός χώρος• κιόσκι. -
10 утоление
-я ουδ.1. κατάπαυση, σταμάτημα• καταπράϋνση• κόψιμο•утоление жажды σβήσιμο ή κόψιμο της δείψας•
утоление голода κόψιμο της πείνας.
2. μτφ. ανακούφιση, κατευνασμός, μετριασμός μαλάκωμα. -
11 покрой
-
12 стрижка
-
13 покрой
покройм ἡ κοψιά, τό κόψιμο:\покрой платья τό κόψιμο τοό φορέματος· ◊ все на один \покрой ὅλοι τους Εχουν τήν ἰδια κοψιά, ὅλοι εἶναι ἀπό τήν ἰδια πάστα. -
14 чеканка
чекан||каж1. (действие) τό κόψιμο, ἡ κατασκευή:\чеканкака монеты ἡ νομισματοκο· πία, τό κόψιμο νομισμάτων· монета старой \чеканкаки τό παλαι5 νόμισμα·2. (украшение) τό σμίλευμα:ружье с \чеканкакой τό σμιλευτό τουφέκι. -
15 cut
1. present participle - cutting; verb1) (to make an opening in, usually with something with a sharp edge: He cut the paper with a pair of scissors.) κόβω2) (to separate or divide by cutting: She cut a slice of bread; The child cut out the pictures; She cut up the meat into small pieces.) κόβω3) (to make by cutting: She cut a hole in the cloth.) κόβω4) (to shorten by cutting; to trim: to cut hair; I'll cut the grass.) κόβω5) (to reduce: They cut my wages by ten per cent.) κόβω, μειώνω6) (to remove: They cut several passages from the film.) κοβω, αφαιρώ7) (to wound or hurt by breaking the skin (of): I cut my hand on a piece of glass.) κόβω8) (to divide (a pack of cards).) `κόβω` τράπουλα9) (to stop: When the actress said the wrong words, the director ordered `Cut!') διακόπτω10) (to take a short route or way: He cut through/across the park on his way to the office; A van cut in in front of me on the motorway.) κόβω δρόμο11) (to meet and cross (a line or geometrical figure): An axis cuts a circle in two places.) τέμνω12) (to stay away from (a class, lecture etc): He cut school and went to the cinema.) κάνω κοπάνα13) ((also cut dead) to ignore completely: She cut me dead in the High Street.) κάνω πως δε βλέπω2. noun1) (the result of an act of cutting: a cut on the head; a power-cut (= stoppage of electrical power); a haircut; a cut in prices.) κόψιμο, διακοπή, μείωση2) (the way in which something is tailored, fashioned etc: the cut of the jacket.) κόψιμο3) (a piece of meat cut from an animal: a cut of beef.) κομμάτι•- cutter- cutting 3. adjective(insulting or offending: a cutting remark.) δηκτικός- cut-price
- cut-throat 4. adjective(fierce; ruthless: cut-throat business competition.) ανηλεής- cut and dried
- cut back
- cut both ways
- cut a dash
- cut down
- cut in
- cut it fine
- cut no ice
- cut off
- cut one's losses
- cut one's teeth
- cut out
- cut short -
16 иссечение
-я ουδ. (ιατρ.) αποκοπή, κόψιμο, εκτομή•иссечение опухоли κόψιμο του όγκου.
-
17 нарезка
-и θ.1. κοπή, κόψιμο•нарезка хлеба το κόψιμο.ψωμιού.
2. (για έδαφος) χώρισμα, μοίρασμα.3. εγκοπή ελικοειδής. || αυλάκωση (κάνης όπλου). -
18 обрубка
-и θ.κόψιμο, περικοπή•обрубка сучьев κόψιμο (καθάρισμα) των κλαδιών, κλάδεμα.
-
19 обрыв
-а α.1. κοπή, κόψιμο•обрыв нити κόψιμο της κλωστής.
2. το μέρος του κοψίματος•найти обрыв на линии связи βρίσκω το μέρος που κόπηκε η τηλεφωνική γραμμή.
3. γκρεμός, κρημνός κρημνώρεια ακρόκρημνο. -
20 обрывность
-и θ.κόψιμο, τμήση•обрывность нити κόψιμο της κλωστής.
См. также в других словарях:
κόψιμο — το (Μ κόψιμο) 1. η ενέργεια τού κόβω, κοπή («κόψιμο πίτας») 2. μείωση νεοελλ. 1. η πληγή ή το σημάδι που έμεινε από κοπή 2. ακμή κοφτερού οργάνου 3. ο τρόπος που κόπηκε κάτι ή το σχήμα που δόθηκε από την κοπή («έχουν ωραίο κόψιμο τα μαλλιά σου»)… … Dictionary of Greek
κόψιμο — το, ατος 1. κοψιά, κόψη: Θα έχουμε κόψιμο της πίτας. 2. τρόπος ή σχήμα κοπής: Μου αρέσει το κόψιμο των μαλλιών σου. 3. κοιλόπονος, κολικόπονος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
κουρευτικός — ή, ό (Α κουρευτικός, ή, όν) [κουρευτής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κούρεμα, αυτός με τον οποίο γίνεται το κούρεμα («κουρευτικά μαχαιρίδια», Ολυμπ.) νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κουρευτικά η αμοιβή τού κουρέα, τού κουρευτή 2. φρ.… … Dictionary of Greek
αναξυρίς — (I) ἀναξυρίς ( ίδος), η (AM) (συνήθως στον πληθυντικό) αἱ ἀναξυρίδες στενή περισκελίδα μέχρι τους αστραγάλους, που τή χρησιμοποιούσαν ανατολικοί λαοί (Σκύθες κ.ά). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας κατά τον Ευστάθιο, η λ. παράγεται από το ἀνασύρομαι… … Dictionary of Greek
αποκοπή — Α. αποκαλείται στη γλωσσολογία η μη προφορά ενός γράμματος μιας λέξης, από αφρόντιστη άρθρωση. Η πιο συχνή περίπτωση α. είναι η πτώση του τελικού φωνήεντος ορισμένων προθέσεων. Στα αρχαία ελληνικά, η α. ήταν χαρακτηριστική κυρίως της δωρικής και… … Dictionary of Greek
δενδροτομία — η (AM δεντροτομία) [δενδροτομώ] το κόψιμο τών δένδρων, η υλοτομία νεοελλ. η ενίσχυση αμυντικών έργων με κορμούς δένδρων αρχ. η καταστροφή εχθρικής περιοχής που επιτυγχάνεται με το κόψιμο δένδρων … Dictionary of Greek
εκκοπή — η (AM ἐκκοπή) εκβολή, αποκοπή αρχ. μσν. φρ. «ἐκκοπὴ πάθους» κόψιμο ή εγκατάλειψη πάθους, κακής συνήθειας κ.λπ. μσν. σφαγή αρχ. 1. (για δέντρο) κόψιμο από τη ρίζα 2. αποκοπή πλευρών 3. ακρωτηριασμός, κολόβωμα 4. απόξεση 5. αφαίρεση ακίδας βέλους… … Dictionary of Greek
επικοπή — ἐπικοπή, ἡ (Α) [επικόπτω] 1. κόψιμο, αποκοπή 2. (ειδ.) κλάδεμα δέντρων 3. χτύπημα για να αποκόψει κανείς κάτι 4. κόψιμο δέντρων, υλοτομία 5. (για πέτρες οικοδομής) η πελεκημένη πλευρά 6. εμπόδιο, κώλυμα … Dictionary of Greek
ετοιμοτόμος — ἑτοιμοτόμος, ον (Α) 1. έτοιμος για κόψιμο 2. ο επιτήδειος στο κόψιμο («ἑτοιμοτόμοι χεῑρες», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + τομος (< τέμνω), πρβλ. νεό τομος] … Dictionary of Greek
θρυοκοπία — θρυοκοπία, ἡ (Α) [θρυοκοπώ] 1. το κόψιμο τών βούρλων 2. το κόψιμο άγριων χόρτων … Dictionary of Greek