-
1 κῡδρός
κῡδρός, = κυδάλιμος, ruhmvoll, hochgeehrt; bei Hom. heißt so Leto, Διὸς κυδρὴ παράκοιτις, Od. 11, 579, wie Here, Il. 18, 184; von der sterblichen Frau Od. 15, 26, wie sonst αἰδοίη; Hes., s. κυδνός, als v. l.; das masc. erst H. h. Merc. 461; – κυδρότερος, Xenophan. bei Ath. X, 414 a, wie Ion XI, 463 d. S. oben κύδιστος, κυδίων. – In Prosa nur Xen. Equ. 10, 16, κυδρῷ σχήματι.
-
2 κῡδρός
κῡδρός, ruhmvoll, hochgeehrt; von der sterblichen Frau -
3 κυδνός
-
4 ψυδνός
-
5 κύδιστος
κύδιστος, superl., u. κῡδίων, ον, compar. von κῦδος unmittelbar abgeleitet, zu κυδρός gehörig, ruhmvoller, der ruhmvollste, berühmteste; Hom. nennt κύδιστος sowohl den Zeus, Il. 24, 308, u. die Athene, Διὸς ϑυγάτηρ κυδίστη 4, 515, als auch den Agamemnon, 1, 122; auch Aesch. Suppl. 13 u. frg. hat den superl., wie Eur. den compar., Androm. 640; τί μοι ζῆν κύδιον; was frommt es mir zu leben (vgl. κέρδιον)? Alc. 963. Vgl. κυδέστερος.
-
6 ἀδινός
ἀδινός, ή, όν, Bedeutung und Ursprung nicht sicher, vielleicht verw. mit ἄδην oder mit ἁδρός wie κυδνός κυδρός, ψυδνός ψυδρός, vgl. πυκινός πυκνός; s. Buttmann Lexil. 1, 204; bei Hom. in 21 Stellen: ἀδινὸν κῆρ Iliad. 16, 481 Od. 19, 516, vgl. πυκιναὶ φρένες; ἠύτε ἔϑνεα εἶσι μελισσάων ἀδινάων Iliad. 2, 87, ἠύτε μυιάων ἀδινάων ἔϑνεα πολλά 2, 469; οἵ τέ οἱ (μοι) αἰεὶ μῆλ' ἀδινὰ σφάζουσι καὶ εἰλίποδας ἕλικας βοῠς Od. 1, 92. 4, 320; μνησάμενος δ' ἀδινῶς ἀνενείκατο Iliad. 19, 314, ἀδινὸν (v. l. ἀδινὰ Scholl.) στοναχῆσαι 18, 124, ἀδινὰ στεναχίζων 23, 225 Od. 24, 317, ἀδινὰ στενάχοντα Iliad. 24, 23 Od. 7, 274; κλαῖ' ἀδινὰ Iliad. 24, 510, ἀδινον γοόωσα Od. 4, 721, ἀδινοῠ ἐξῆρχε γόοιο Iliad. 18, 316. 22, 430. 23, 17. 24, 747, κλαῖον δὲ λιγέως, ἀδινώτερον ἤ τ' οἰωνοί, φῆναι ἢ αἰγυπιοὶ γαμψώνυχες, οἷσί τε τέκνα ἀγρόται ἐξείλοντο Od. 16, 216; ( πόριες) ἀδινὸν μυκώμεναι ἀμφιϑέουσιν μητέρας 10, 413; ἠδ' ὡς Σειρήνων ἀδινάων φϑόγγον ἄκουσεν 23, 326; man beachte, daß die letzte Stelle, von allen die sonderbarste, dem unächten, nachhomerischen Schlusse der Odyssee (nach Aristarch von 23, 297 ab) angehört. Grundbedeutung kann sein: fest, gedrungen; von Bienen- und Fliegenschwärmen wie von Schaafen u. Ziegen: dicht gedrängt; von der Stimme: kräftig, laut, tief; statt der Stimme der Sirenen nennt der Nachdichter Od. 23, 326 die Sirenen selbst ἀδινάς. – Hymn. Cerer. 67 τῆς ἀδινὴν ὄπ' ἄκουσα δι' αἰϑέρος ἀτρυγέτοιο ὥστε βιαζομένης; Soph. Trach. 847 ἀδινὰ δάκρυα; Pind. Pyth. 2, 98 δάκος ἀδινὸν κακαγοριᾶν; Apoll. Rh. scheint das Wort nicht mehr verstanden zu haben: 3, 1104 καί μιν ἀκηχεμένη ἀδινῷ προςπτύξατο μύϑῳ von ruhigem Gespräch; 4, 1422 ἃς φάτο λισσόμενος ἀδινῇ ὀπί von schwacher Stimme; 4, 1528 ἀδινὴ ἄτη; 2, 240 ἀδινὸν κῆδος; 3, 616 ἀδινὸς ὕπνος; 3, 1206 heißt ein geschenktes Gewand ἀδινῆς μνημήιον εὐνῆς. – Advb. ἀδινῶς Iliad. 19, 314, compar. ἀδινώτερον Od. 16, 216, s. oben. Uebrigens schrieb Herodian ἁδινός, Scholl. Iliad. 2, 87 δασυντέον τὸ ἁδινάων· ἀπὸ γὰρ τοῦ ἅδην καὶ ἁδινός ἡ κίνησις. So Merkel im Apoll. Rh.
См. также в других словарях:
κυδρός — κυδρός, ά, όν (Α) 1. ένδοξος, επιφανής («Ἥρη... Διὸς κυδρὴ παράκοιτις», Ομ. Ιλ.) 2. (για ίππο) υπερήφανος, καμαρωτός 3. φρ. «κυδρότερον πίνω» πίνω με μεγαλύτερη όρεξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦδος + επίθημα ρός (πρβλ. αισχ ρός, ψυχ ρός). Κατά μία τολμηρή… … Dictionary of Greek
κυδρός — κῡδρός , κυδρός more lustily masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυδρότερον — κῡδρότερον , κυδρός more lustily adverbial comp κῡδρότερον , κυδρός more lustily masc acc comp sg κῡδρότερον , κυδρός more lustily neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύδιστος — κύδιστος, ίοτη, ον (Α) (υπερθ. τού κυδρός) 1. πολύ φημισμένος, ενδοξότατος («Ζεῡ κύδιστε μέγιστε», Ομ. Ιλ.) 2. (για πράγματα) μέγιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος υπερθ. τού επιθ. κυδρός (σχηματισμένος από το θ. της λ. κῦδος) + κατάλ. ιστος (πρβλ. αἴσχ… … Dictionary of Greek
κυδρῶν — κῡδρῶν , κυδρός more lustily fem gen pl κῡδρῶν , κυδρός more lustily masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυδρόν — κῡδρόν , κυδρός more lustily masc acc sg κῡδρόν , κυδρός more lustily neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
чудо — мн. чудеса, чудесный, чудесить, чудной, чудный, укр. чудо, мн. чудеса, блр. чудо, др. русск., ст. слав. чоудо, род. п. чоудесе θαῦμα, τέρας (Клоц., Супр.), болг. чудо, сербохорв. чу̏до, мн. чу̏да, чудѐса – то же, словен. čudo, род. п. čudesa,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
αισχρός — ή, ό (Α αἰσχρός, ά, όν) 1. αυτός που προκαλεί την ντροπή, επονείδιστος, επαίσχυντος, ατιμωτικός 2. ανήθικος, φαύλος, κακοήθης, άθλιος, φρικτός αρχ. 1. (ως αντίθ. τού καλός) (για την εξωτερική εμφάνιση) άσχημος, δύσμορφος, παραμορφωμένος 2.… … Dictionary of Greek
δαΐφρων — (I) δαΐφρων ( ονος), ον (Α) 1. (ως επίθ. πολεμιστών) ο εμπειροπόλεμος, όποιος έχει πείρα και δεξιότητα στα πολεμικά 2. (για ιδιότητες ή καταστάσεις) αυτός που έχει ή προκαλεί γενναίο και υπερήφανο φρόνημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τον Όμηρο ήδη μαρτυρούνται… … Dictionary of Greek
εχθρός — ά, ό, αρσ. και εχτρός και οχτρός (ΑΜ ἐχθρός, ά, όν, Μ αρσ. και ὀχθρός και ὀχτρός) 1. αυτός εναντίον τού οποίου αισθάνεται κάποιος έχθρα, μίσος, απέχθεια, αποστροφή («ἐχθρὸς γάρ μοι κεῑνος ὅμως Ἀΐδαο πύλῃσιν», Ομ. Ιλ.) 2. (συν. το αρσ. και θηλ. ως … Dictionary of Greek
θέμερος — θέμερος, έρα, ον (Α) 1. αυτός που έχει στερεές βάσεις, σταθερός 2. (κατά τον Ησύχ.) «βέβαιος, σεμνός, εὐσταθής». [ΕΤΥΜΟΛ. Συγγενές προς τα θεμός*, θέμις*, παρουσιάζει με το τελευταίο την ίδια μορφική αναλογία όπως τα κυδι /κύδος: κυδρός. Κατά μία … Dictionary of Greek