-
1 κρισιμωτάτη
-
2 κρισιμωτάτῃ
См. также в других словарях:
κρισιμωτάτῃ — κρίσιμος decisive fem dat superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 κρισιμωτάτη
2 κρισιμωτάτῃ
κρισιμωτάτῃ — κρίσιμος decisive fem dat superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)