Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κουράζω

  • 1 κουράζω

    [куразо] р. утомлять, изнурять.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κουράζω

  • 2 утомлять

    κουράζω, καταπονώ.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > утомлять

  • 3 утомлять

    утомлять
    несов κουράζω, καταπονώ:
    \утомлять глаза κουράζω τά μάτια· \утомлять разговором κουράζω μέ τή συζήτηση.

    Русско-новогреческий словарь > утомлять

  • 4 утомить

    утомить κουράζω, κοπιάζω \утомиться κουράζομαι
    * * *
    κουράζω, κοπιάζω

    Русско-греческий словарь > утомить

  • 5 отмахать

    -аю, -аешь κ. -машу, -машешь ρ.σ.
    1. (отмахатьаю -аешь απλ.) κουνώ, κινώ.
    2. μτφ. κουράζω κουνώντας•

    утомить руки на молотьб κουράζω τα χέρια στουμπίζοντας, κοπανίζοντας.

    3. σηματοδοτώ με κινήσεις (χεριών, φαναριών κ.τ.τ.).
    4. διατρέχω γρήγορα.
    5. (απλ.) κάνω γρήγορα, εκτελώ σβέλτα.

    Большой русско-греческий словарь > отмахать

  • 6 притомить

    ρ.σ.μ.
    (απλ.) κουράζω, κοπιάζω•

    притомить лошадей быстрой ездой κουράζω τα άλογα με το γρήγορο τρέξιμο.

    κουράζομαι, κοπιάζω.

    Большой русско-греческий словарь > притомить

  • 7 утомить

    -млю, -мишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утомленный, βρ: -лен, -лена, -лено
    ρ.σ.μ. κουράζω, καταπονώ•

    дорога меня сильно -ла ο δρόμος με κούρασε πολύ•

    утомить глаза чтением κουράζω τα μάτια με το διάβασμα.

    κουράζομαι, καταπονούμαι•

    утомить от дороги κουράζομαι από το δρόμο.

    Большой русско-греческий словарь > утомить

  • 8 загонять

    1. (скот) μαντρώνω (τα ζώα) 2. (вбивать силой) μπήγω 3. (доводить до изнеможения животное) εξαντλώ/κουράζω το ζώο μέχρι εξάντλησης.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > загонять

  • 9 донимать

    донимать
    несов ἀνιῶ, ἐνοχλῶ, σκοτίζω, παραζαλίζω, κουράζω:
    \донимать упреками παραζαλίζω μέ κατηγορίες.

    Русско-новогреческий словарь > донимать

  • 10 заматывать

    заматывать
    несов
    1. (обматывать) τυλίγω, κουβαριάζω·
    2. (утомлять) разг κουράζω, ξεθεώνω.

    Русско-новогреческий словарь > заматывать

  • 11 замучить

    замучить
    сов
    1. βασανίζω, τυραννώ:
    \замучить до смерти σκοτώνω μέ βασανιστήρια·
    2. (утомить) ξεθεώνω, κουράζω, ξελι-γώνω.

    Русско-новогреческий словарь > замучить

  • 12 утомлять

    [ουταμλγιάτ'] ρ. κουράζω

    Русско-греческий новый словарь > утомлять

  • 13 утомлять

    [ουταμλγιάτ'] ρ κουράζω

    Русско-эллинский словарь > утомлять

  • 14 вымахать

    ρ.σ. (απλ.)
    1. διώχνω με ! ικίνηση του χεριού•

    вымахать мухи из полога διώχνω τις μύγες από την κουρτίνα με κινήσεις του χεριού.

    2. κουράζω με τίς πολλές κινήσεις.
    3. μεγαλώνω, αυξαίνω, ψηλώνω.

    Большой русско-греческий словарь > вымахать

  • 15 высмотреть

    -рю, -ришь ρ.σ.μ.
    1. κοιτάζω, διακρίνω• παρατηρώ.
    2. κοιτάζω όλα•

    он -ел всю выставку αυτός κοίταξε (είδε) όλη την εκθεση.

    εκφρ.
    высмотреть глаза – (απλ.) κουράζω τα μάτια κοιτάζοντας.

    Большой русско-греческий словарь > высмотреть

  • 16 дать

    дам, дашь, даст, дадим, дадите, дадут; παρλθ. χρ. дал, дала, дало, дали (με το αρνητικό: не дал, не дала, не дало, не дали); προστκ. дай; παθ. μτχ. παρλθ. χρ. данный, βρ: дан, дана, дано
    ρ.σ.μ.
    1. δίνω• εγχειρίζω•

    дать деньги δίνω χρήματα•

    дать книгу δίνω βιβλίο.

    || παρέχω, χορηγώ, προσφέρω•

    помещение δίνω χώρο.

    || παραχωρώ•

    дать место δίνω τη θέση.

    || πληρώνω•

    сколько ты дал за галстук? πόσο έδοσες για τη γραβάτα;

    2. απονέμω•

    дать награду απονέμω βραβείο, βραβεύω.

    || μτφ. καθορίζω•

    дать задание на дом δίνω σπιτική δουλιά (στους μαθητές).

    || επιφέρω, καταφέρω•

    он дал ему пощечину του έδοσε ένα μπάτσο.

    || χτυπώ, δέρνω, πλήττω•

    дать по рукам χτυπώ στα χέρια.

    3. παραθέτω• παρουσιάζω κάνω εκδήλωση•

    дать обед δίνω γεύμα•

    дать концерт δίνω συναυλία•

    дать бал δίνω χορό.

    4. φέρω, αποφέρω, προσκομίζω•

    дать большой доход δίνω μεγάλο έσοδο.

    || φέρω, επιφέρω•

    дать успокоение φέρω καθησύχαση, καθησυχάζω.

    5. εμφανίζω, παρουσιάζω•

    дать трещину ραγίζομαι, παρουσιάζω ρωγμή•

    -течь κάνω νερά, αφήνω να τρέχει•

    дать осечку παθαίνω αφλογιστία•

    дать осадок αφήνω κατακάθια.

    6. με πολλά ουσ. σχηματίζει• συνδυασμούς•

    дать распоряжение δίνω εντολή (εντέλλομαι)•

    дать согласие συμφωνώ, συγκατατίθεμαι, δίνω συγκατάθεση•

    дать позволение επιτρέπω•

    дать ответ δίνω απάντηση (απαντώ)•

    дать разрешение δίνω άδεια (επιτρέπω)•

    дать обещание δίνω υπόσχεση (υπόσχομαι)•

    дать отсрочку δίνω αναβολή, παράταση (αναβάλλω, παρατείνω)•

    дать указания υποδείχνω, δίνω οδηγίες.

    || μεταδίνω, κάνω•

    сигнал δίνω σήμα, κάνω σινιάλο•

    дать знак κάνω νεύμα.

    || χτυπώ, κρούω•

    дать звонок χτυπώ το κουδούνι.

    7. παρέχω τη δυνατότητα, αφήνω, επιτρέπω•

    дайте мне отдыхать αφήστε με να ξεκουραστώ•

    он не дает- мне спать αυτός δε με αφήνει να κοιμηθώ.

    8. προστκ. дай ως προτρεπτικό μόριο: εμπρός, μπρος, άι, δόσ(ε), δόσ’ του.
    εκφρ.
    дать веру – πιστεύω, δίνω πίστη•
    дать вожжи ή поводокκ.τ.τ. χαλαρώνω τα χαλινά•дать знать κάνω γνωστό, γνωστοποιώ•
    дать начало – κάνω την αρχή, πρωταρχίζω•
    дать себя знать – υποχρεώνω τον εαυτό μου να καταλάβει, να αι-αθανθεί•
    дать свет – ανάβω το φως•
    дать себе труд – κουράζω, βασανίζω•
    не дал себе труда подумать – δε βασάνισε καθόλου το μυαλό του•
    слово – α) δίνω το λόγο (να μιλήσει.), β) υπόσχομαι•
    ни дать ни взять – ούτε πολύ ούτε λίγο, ακριβώς το ίδιο•
    я тебе (те) дам – θα σου τις δώσω, θα σε δείρω, θα τις φας (απειλή)•
    дай Бог – (ευχή) να δόσει ο Θεός•
    не дай Бог – (απευχή) να μη δόσει ο Θεός.
    1. πιάνομαι•

    не дать в обман δε θα πέσω στην παγίδα, δε θα πιαστώ κορόιδο.

    || υποκύπτω, υποχωρώ.
    2. πετυχαίνω, ευδοκιμώ είμαι ευμαθής•

    математика ему не далась τα μαθηματικά αυτός δεν τα έπαιρνε•

    история ему далась лучше грамматики αυτός την ιστορία την έπαιρνε καλύτερα από τη γραμματική.

    || δίνομαι, αποκτιέμαι•

    ничто даром не дается τίποτε δε δίνεται δωρεάν (τζάμπα).

    Большой русско-греческий словарь > дать

  • 17 заводить(ся)

    ρ.δ.
    βλ. завести(сь).
    -вожу, -водишь
    ρ.σ.μ.
    (απλ.) ταλαιπωρώ, κουράζω.

    Большой русско-греческий словарь > заводить(ся)

  • 18 затаскать

    ρ.σ.μ.
    1. φθείρω, τρίβω, λιώνω, παραφορώ. || μτφ. παλιώνω, παρατραβώ, παραξηλώνω, χρησιμοποιώ υπέρ το δέον.
    2. κουράζω, ταλαιπωρώ, παιδεύω με τα τρεχάματα.
    1. φθείρομαι κλπ. ρ.μ.
    2. κουράζομαι ταλαιπωρούμαι πηγαινοέρχοντας.

    Большой русско-греческий словарь > затаскать

  • 19 изморить

    -орю, -оришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изморенный, βρ: -рен, -рена, -рено
    ρ.σ.μ.
    (απλ.) εξασθενώ, εξαντλώ με την πείνα, λιμοκτονώ. || κουράζω, βασανίζω, αδυνατίζω.
    καταπονούμαι, εξαντλούμαι, εξασθενίζω, αποκάμω.

    Большой русско-греческий словарь > изморить

  • 20 манежить

    -жу, -жить,
    ρ.δ.μ.
    1. ασκώ, εξασκώ άλογο σε ιπποδρομία.
    2. μτφ. κουράζω, βασανίζω, ταλαιπωρώ• υποχρεώνω να περιμένει για πολύ χρόνο.
    ενδιαφέρομαι ιδιαίτερα, κόβομαι, τσακίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > манежить

См. также в других словарях:

  • κουράζω — κουράζω, κούρασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κουράζω — (Μ κουράζω) 1. επιφέρω κόπωση σε κάποιον, καταπονώ, εξαντλώ («μέ κουράζει πολύ αυτή η δουλειά») 2. γίνομαι φορτικός, ενοχλητικός σε κάποιον μσν. 1. τιμωρώ κάποιον 2. κατεργάζομαι κάτι («κουράζουσι τὸν κόκκον εἰς τὸ μέσον», Φυσιολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

  • κουράζω — κούρασα, κουράστηκα, κουρασμένος 1. καταπονώ κάποιον, εξαντλώ: Με κούρασε πολύ η δουλειά αυτή. 2. γίνομαι ενοχλητικός: Με κούρασες με τις βλακείες σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεσοκόβω — κουράζω τη μέση κάποιου, καταπονώ, κοψομεσιάζω, ξεγοφιάζω («τή μεσόκοψε τόσο φόρτωμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέση + κόβω] …   Dictionary of Greek

  • ξελαιμιάζομαι — κουράζω τους μυς τού λαιμού μου στρέφοντας επίμονα και συστηματικά το κεφάλι μου προς μία ορισμένη κατεύθυνση. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + λαιμός] …   Dictionary of Greek

  • παρακουράζω — κουράζω κάποιον υπερβολικά …   Dictionary of Greek

  • ακούραστος — η, ο [κουράζω] 1. αυτός που δεν κουράστηκε 2. αυτός που δεν κουράζεται εύκολα, ακαταπόνητος, αβάρετος …   Dictionary of Greek

  • αποκναίω — ἀποκναίω (Α) 1. αποξύνω, αποτρίβω 2. (για άνθρωπο) κατατρύχω, κουράζω κάποιον υπερβολικά 3. ( ομαι) φθείρομαι, καταστρέφομαι, αφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + κναίω = κνώ( άω) «αποξύνω»] …   Dictionary of Greek

  • βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 …   Dictionary of Greek

  • δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… …   Dictionary of Greek

  • εξαντλώ — (AM ἐξαντλῶ, έω) [αντλώ] καταναλώνω, ξοδεύω, σπαταλώ («μετὰ τῶν ἑταιρῶν ἐξαντλοῡντα ἤ τὸ πᾱν ἤ τὸ πολὺ τῆς οὐσίας», Αλκίφρ.) νεοελλ. 1. (για αφηρημ. ιδιότητες, έννοιες, πράγματα κ.λπ.) χρησιμοποιώ, διαθέτω πλήρως («εξαντλήθηκε η υπομονή μου») 2.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»