-
1 κουράζω
[куразо] р. утомлять, изнурять.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κουράζω
-
2 утомлять
κουράζω, καταπονώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > утомлять
-
3 утомлять
утомлятьнесов κουράζω, καταπονώ:\утомлять глаза κουράζω τά μάτια· \утомлять разговором κουράζω μέ τή συζήτηση. -
4 утомить
-
5 отмахать
-аю, -аешь κ. -машу, -машешь ρ.σ.1. (отмахатьаю -аешь απλ.) κουνώ, κινώ.2. μτφ. κουράζω κουνώντας•утомить руки на молотьб κουράζω τα χέρια στουμπίζοντας, κοπανίζοντας.
3. σηματοδοτώ με κινήσεις (χεριών, φαναριών κ.τ.τ.).4. διατρέχω γρήγορα.5. (απλ.) κάνω γρήγορα, εκτελώ σβέλτα. -
6 притомить
ρ.σ.μ.(απλ.) κουράζω, κοπιάζω•притомить лошадей быстрой ездой κουράζω τα άλογα με το γρήγορο τρέξιμο.
κουράζομαι, κοπιάζω. -
7 утомить
-млю, -мишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утомленный, βρ: -лен, -лена, -леноρ.σ.μ. κουράζω, καταπονώ•дорога меня сильно -ла ο δρόμος με κούρασε πολύ•
утомить глаза чтением κουράζω τα μάτια με το διάβασμα.
κουράζομαι, καταπονούμαι•утомить от дороги κουράζομαι από το δρόμο.
-
8 загонять
1. (скот) μαντρώνω (τα ζώα) 2. (вбивать силой) μπήγω 3. (доводить до изнеможения животное) εξαντλώ/κουράζω το ζώο μέχρι εξάντλησης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > загонять
-
9 донимать
дониматьнесов ἀνιῶ, ἐνοχλῶ, σκοτίζω, παραζαλίζω, κουράζω:\донимать упреками παραζαλίζω μέ κατηγορίες. -
10 заматывать
заматыватьнесов1. (обматывать) τυλίγω, κουβαριάζω·2. (утомлять) разг κουράζω, ξεθεώνω. -
11 замучить
замучитьсов1. βασανίζω, τυραννώ:\замучить до смерти σκοτώνω μέ βασανιστήρια·2. (утомить) ξεθεώνω, κουράζω, ξελι-γώνω. -
12 утомлять
[ουταμλγιάτ'] ρ. κουράζω -
13 утомлять
[ουταμλγιάτ'] ρ κουράζω -
14 вымахать
ρ.σ. (απλ.)1. διώχνω με ! ικίνηση του χεριού•вымахать мухи из полога διώχνω τις μύγες από την κουρτίνα με κινήσεις του χεριού.
2. κουράζω με τίς πολλές κινήσεις.3. μεγαλώνω, αυξαίνω, ψηλώνω. -
15 высмотреть
-рю, -ришь ρ.σ.μ.1. κοιτάζω, διακρίνω• παρατηρώ.2. κοιτάζω όλα•он -ел всю выставку αυτός κοίταξε (είδε) όλη την εκθεση.
εκφρ.высмотреть глаза – (απλ.) κουράζω τα μάτια κοιτάζοντας. -
16 дать
дам, дашь, даст, дадим, дадите, дадут; παρλθ. χρ. дал, дала, дало, дали (με το αρνητικό: не дал, не дала, не дало, не дали); προστκ. дай; παθ. μτχ. παρλθ. χρ. данный, βρ: дан, дана, даноρ.σ.μ.1. δίνω• εγχειρίζω•дать деньги δίνω χρήματα•
дать книгу δίνω βιβλίο.
|| παρέχω, χορηγώ, προσφέρω•помещение δίνω χώρο.
|| παραχωρώ•дать место δίνω τη θέση.
|| πληρώνω•сколько ты дал за галстук? πόσο έδοσες για τη γραβάτα;
2. απονέμω•дать награду απονέμω βραβείο, βραβεύω.
|| μτφ. καθορίζω•дать задание на дом δίνω σπιτική δουλιά (στους μαθητές).
|| επιφέρω, καταφέρω•он дал ему пощечину του έδοσε ένα μπάτσο.
|| χτυπώ, δέρνω, πλήττω•дать по рукам χτυπώ στα χέρια.
3. παραθέτω• παρουσιάζω κάνω εκδήλωση•дать обед δίνω γεύμα•
дать концерт δίνω συναυλία•
дать бал δίνω χορό.
4. φέρω, αποφέρω, προσκομίζω•дать большой доход δίνω μεγάλο έσοδο.
|| φέρω, επιφέρω•дать успокоение φέρω καθησύχαση, καθησυχάζω.
5. εμφανίζω, παρουσιάζω•дать трещину ραγίζομαι, παρουσιάζω ρωγμή•
-течь κάνω νερά, αφήνω να τρέχει•
дать осечку παθαίνω αφλογιστία•
дать осадок αφήνω κατακάθια.
6. με πολλά ουσ. σχηματίζει• συνδυασμούς•дать распоряжение δίνω εντολή (εντέλλομαι)•
дать согласие συμφωνώ, συγκατατίθεμαι, δίνω συγκατάθεση•
дать позволение επιτρέπω•
дать ответ δίνω απάντηση (απαντώ)•
дать разрешение δίνω άδεια (επιτρέπω)•
дать обещание δίνω υπόσχεση (υπόσχομαι)•
дать отсрочку δίνω αναβολή, παράταση (αναβάλλω, παρατείνω)•
дать указания υποδείχνω, δίνω οδηγίες.
|| μεταδίνω, κάνω•сигнал δίνω σήμα, κάνω σινιάλο•
дать знак κάνω νεύμα.
|| χτυπώ, κρούω•дать звонок χτυπώ το κουδούνι.
7. παρέχω τη δυνατότητα, αφήνω, επιτρέπω•дайте мне отдыхать αφήστε με να ξεκουραστώ•
он не дает- мне спать αυτός δε με αφήνει να κοιμηθώ.
8. προστκ. дай ως προτρεπτικό μόριο: εμπρός, μπρος, άι, δόσ(ε), δόσ’ του.εκφρ.дать веру – πιστεύω, δίνω πίστη•дать вожжи ή поводок – κ.τ.τ. χαλαρώνω τα χαλινά•дать знать κάνω γνωστό, γνωστοποιώ•дать начало – κάνω την αρχή, πρωταρχίζω•дать себя знать – υποχρεώνω τον εαυτό μου να καταλάβει, να αι-αθανθεί•дать свет – ανάβω το φως•дать себе труд – κουράζω, βασανίζω•не дал себе труда подумать – δε βασάνισε καθόλου το μυαλό του•слово – α) δίνω το λόγο (να μιλήσει.), β) υπόσχομαι•ни дать ни взять – ούτε πολύ ούτε λίγο, ακριβώς το ίδιο•я тебе (те) дам – θα σου τις δώσω, θα σε δείρω, θα τις φας (απειλή)•дай Бог – (ευχή) να δόσει ο Θεός•не дай Бог – (απευχή) να μη δόσει ο Θεός.1. πιάνομαι•не дать в обман δε θα πέσω στην παγίδα, δε θα πιαστώ κορόιδο.
|| υποκύπτω, υποχωρώ.2. πετυχαίνω, ευδοκιμώ είμαι ευμαθής•математика ему не далась τα μαθηματικά αυτός δεν τα έπαιρνε•
история ему далась лучше грамматики αυτός την ιστορία την έπαιρνε καλύτερα από τη γραμματική.
|| δίνομαι, αποκτιέμαι•ничто даром не дается τίποτε δε δίνεται δωρεάν (τζάμπα).
-
17 заводить(ся)
-
18 затаскать
ρ.σ.μ.1. φθείρω, τρίβω, λιώνω, παραφορώ. || μτφ. παλιώνω, παρατραβώ, παραξηλώνω, χρησιμοποιώ υπέρ το δέον.2. κουράζω, ταλαιπωρώ, παιδεύω με τα τρεχάματα.1. φθείρομαι κλπ. ρ.μ.2. κουράζομαι ταλαιπωρούμαι πηγαινοέρχοντας. -
19 изморить
-орю, -оришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изморенный, βρ: -рен, -рена, -реноρ.σ.μ.(απλ.) εξασθενώ, εξαντλώ με την πείνα, λιμοκτονώ. || κουράζω, βασανίζω, αδυνατίζω.καταπονούμαι, εξαντλούμαι, εξασθενίζω, αποκάμω. -
20 манежить
-жу, -жить,ρ.δ.μ.1. ασκώ, εξασκώ άλογο σε ιπποδρομία.2. μτφ. κουράζω, βασανίζω, ταλαιπωρώ• υποχρεώνω να περιμένει για πολύ χρόνο.ενδιαφέρομαι ιδιαίτερα, κόβομαι, τσακίζομαι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κουράζω — κουράζω, κούρασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κουράζω — (Μ κουράζω) 1. επιφέρω κόπωση σε κάποιον, καταπονώ, εξαντλώ («μέ κουράζει πολύ αυτή η δουλειά») 2. γίνομαι φορτικός, ενοχλητικός σε κάποιον μσν. 1. τιμωρώ κάποιον 2. κατεργάζομαι κάτι («κουράζουσι τὸν κόκκον εἰς τὸ μέσον», Φυσιολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek
κουράζω — κούρασα, κουράστηκα, κουρασμένος 1. καταπονώ κάποιον, εξαντλώ: Με κούρασε πολύ η δουλειά αυτή. 2. γίνομαι ενοχλητικός: Με κούρασες με τις βλακείες σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεσοκόβω — κουράζω τη μέση κάποιου, καταπονώ, κοψομεσιάζω, ξεγοφιάζω («τή μεσόκοψε τόσο φόρτωμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέση + κόβω] … Dictionary of Greek
ξελαιμιάζομαι — κουράζω τους μυς τού λαιμού μου στρέφοντας επίμονα και συστηματικά το κεφάλι μου προς μία ορισμένη κατεύθυνση. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + λαιμός] … Dictionary of Greek
παρακουράζω — κουράζω κάποιον υπερβολικά … Dictionary of Greek
ακούραστος — η, ο [κουράζω] 1. αυτός που δεν κουράστηκε 2. αυτός που δεν κουράζεται εύκολα, ακαταπόνητος, αβάρετος … Dictionary of Greek
αποκναίω — ἀποκναίω (Α) 1. αποξύνω, αποτρίβω 2. (για άνθρωπο) κατατρύχω, κουράζω κάποιον υπερβολικά 3. ( ομαι) φθείρομαι, καταστρέφομαι, αφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + κναίω = κνώ( άω) «αποξύνω»] … Dictionary of Greek
βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 … Dictionary of Greek
δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… … Dictionary of Greek
εξαντλώ — (AM ἐξαντλῶ, έω) [αντλώ] καταναλώνω, ξοδεύω, σπαταλώ («μετὰ τῶν ἑταιρῶν ἐξαντλοῡντα ἤ τὸ πᾱν ἤ τὸ πολὺ τῆς οὐσίας», Αλκίφρ.) νεοελλ. 1. (για αφηρημ. ιδιότητες, έννοιες, πράγματα κ.λπ.) χρησιμοποιώ, διαθέτω πλήρως («εξαντλήθηκε η υπομονή μου») 2.… … Dictionary of Greek