-
1 comète
κομήτης -
2 kometa
κομήτης -
3 comet
κομήτης -
4 kometa
κομήτης -
5 комета
-
6 комета
астр. о κομήτης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > комета
-
7 комета
кометаж ὁ κομήτης. -
8 comet
['komit](a type of heavenly body which leaves a trail of light behind it as it moves.) κομήτης -
9 комета
[καμιέτα] ουσ. θ. κομήτης -
10 комета
[καμιέτα] ουσ θ κομήτης -
11 комета
-ы θ.κομήτης. -
12 Hair
subs.Single hair: P. and V. θρίξ, ἡ.Collectively, hair of the head: P. and V. θρίξ, ἡ, or pl., κόμη, ἡ (Plat. but rare P.), V. ἔθειρα, ἡ, or pl., χαίτη, ἡ, τρίχωμα, τό; see also Beard.Hair of animals, mane: P. and V. χαίτη, ἡ (Xen. also Ar.), V. ἔθειρα, ἡ.Made of hair, adj.: P. τρίχινος.Let the hair grow, v.: Ar. and P. κομᾶν.With long hair, adj.: Ar. and P. κομήτης.Having his hair just streaked with white: V. χνοάζων ἄρτι λευκανθὲς κάρα (Soph., O.R. 742).Lock of hair: see Lock.Split hairs, v.: P. and V. λεπτουργεῖν, Ar. στενολεσχεῖν, λεπτολογεῖν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Hair
-
13 Winged
adj.P. and V. πτερωτός (Plat.), πτηνός (Plat.), ὑπόπτερος (Plat.), Ar. and V. εὔπτερος, πτεροῦς, V. πετηνός, κατάπτερος, Ar. πτεροφόρος, πτέρινος.A winged arrow: V. κομήτης ἰός, ὁ (Soph., Trach. 567).Golden-winged, adj.: Ar. χρυσόπτερος.Swift-winged: V. ταχύπτερος, ὠκύπτερος.Whitewinged: V. λευκόπτερος.Yellow-winged: V. ξαυθόπτερος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Winged
См. также в других словарях:
Κομήτης — wearing long hair masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομήτης — wearing long hair masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομήτης — Ιδιόμορφο αστρικό σώμα, νεφελώδους σύστασης και απροσδιόριστων διαστάσεων. Οι κ. εμφανίζονται στον ουρανό ως λαμπροί αστέρες, ακολουθούμενοι από μια πολύ μακριά φωτεινή προέκταση. Στους κ. διακρίνονται συνήθως τρία χαρακτηριστικά μέρη: ο πυρήνας … Dictionary of Greek
κομήτης — ο ουράνιο σώμα που εμφανίζεται κατά μακρά χρονικά διαστήματα και ακολουθείται από φωτεινή ουρά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κομῆτα — κομήτης wearing long hair masc voc sg κομήτης wearing long hair masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κόμητα — Κομήτης wearing long hair masc voc sg Κομήτης wearing long hair masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κομητᾶν — Κομήτης wearing long hair masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομητᾶν — κομήτης wearing long hair masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κομητέων — Κομήτης wearing long hair masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομητέων — κομήτης wearing long hair masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κομητῶν — Κομήτης wearing long hair masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)