-
1 κομητης
I- ου adj.1) с волосами на голове(φαλακροὴ καὴ κομήται Plat.)
2) волосатый, косматый(τὰ σκέλη Luc.)
3) носящий длинные волосы, кудрявый Arph.4) оперенный(ἰός Soph.)
5) покрытый растительностью, цветущий(λειμών Eur.)
6) обвитый(θύρσος κισσῷ κ. Eur.)
II -
2 κομήτης
ο комета;§ σαν κομήτης — очень редко;
σαν κομήτης παρουσιάζεται — он появляется очень редко, как молодой месяц;
τον βλέπουμε σαν κομήτης — мы очень редко видим его
-
3 σφραγιδονυχαργοκομητης
- ου ὅ [σφραγίς + ὄνυξ + ἀργός + κομέω] шутл. унизывающий перстнями до ногтей (свои пальцы), т.е. вертопрах, хлыщ Arph. -
4 კომეტი
Ср. კომიტიკუდიანი ვარსკულავი, комета, κομήτης.Грузинский толковый словарь с русскими комментариями > კომეტი
-
5 კომიტი
კუდიანი ვარსკwლავი, комета, κομήτης.Грузинский толковый словарь с русскими комментариями > კომიტი
См. также в других словарях:
Κομήτης — wearing long hair masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομήτης — wearing long hair masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομήτης — Ιδιόμορφο αστρικό σώμα, νεφελώδους σύστασης και απροσδιόριστων διαστάσεων. Οι κ. εμφανίζονται στον ουρανό ως λαμπροί αστέρες, ακολουθούμενοι από μια πολύ μακριά φωτεινή προέκταση. Στους κ. διακρίνονται συνήθως τρία χαρακτηριστικά μέρη: ο πυρήνας … Dictionary of Greek
κομήτης — ο ουράνιο σώμα που εμφανίζεται κατά μακρά χρονικά διαστήματα και ακολουθείται από φωτεινή ουρά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κομῆτα — κομήτης wearing long hair masc voc sg κομήτης wearing long hair masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κόμητα — Κομήτης wearing long hair masc voc sg Κομήτης wearing long hair masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κομητᾶν — Κομήτης wearing long hair masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομητᾶν — κομήτης wearing long hair masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κομητέων — Κομήτης wearing long hair masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομητέων — κομήτης wearing long hair masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κομητῶν — Κομήτης wearing long hair masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)