Перевод: с русского на все языки
κναίω
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
κναίω — wrought pres subj act 1st sg κναίω wrought pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κναίω — (Α) βλ. κνω … Dictionary of Greek
κναιόμενον — κναίω wrought pres part mp masc acc sg κναίω wrought pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κναίειν — κναίω wrought pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνω — κνῶ, άω και κναίω και κνήθω (Α) 1. τρίβω κάτι σε σκληρή και κοφτερή επιφάνεια («ἐπὶ δ αἴγειον κνῆ τυρὸν κνῆστι χαλκείῃ», Ομ. Ιλ.) 2. ξύνω (α. «ἔλαφοι πρὸς τὰ δένδρα κνώμενοι», Αριστοτ. β. «κνῆσαι τῇ χειρί», Ιπποκρ.) 3. (ενεργ. και μεσοπαθ.)… … Dictionary of Greek
κατακναίει — κατά κναίω wrought pres ind mp 2nd sg κατά κναίω wrought pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικναίει — ἐπί κναίω wrought pres ind mp 2nd sg ἐπί κναίω wrought pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
GNAEUS — Festo corporis insigne et praenomen, a generando dicta esse, et ea ipsa ex Graeco γίγνεςθαι apparet. Nempe gnaevus illi aut gnaus, genitiva nota est. Sed a κναίω verbo vocem deducit et πάθος ac φῦμα significare docet Salmas. ad Solin. p. 38. Vide … Hofmann J. Lexicon universale
αποκναίω — ἀποκναίω (Α) 1. αποξύνω, αποτρίβω 2. (για άνθρωπο) κατατρύχω, κουράζω κάποιον υπερβολικά 3. ( ομαι) φθείρομαι, καταστρέφομαι, αφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + κναίω = κνώ( άω) «αποξύνω»] … Dictionary of Greek
γνάφω — και γνάπτω (AM γνάπτω, Α και κνάπτω, Μ και γνάφω) 1. κατεργάζομαι δέρματα 2. (για δέρμα ανθρώπου) χτυπώ κάποιον ώσπου να γίνει το δέρμα του σκληρό, σαν κατεργασμένο, βασανίζω κάποιον νεοελλ. (για νύχια) γρατζουνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα γνάπτω και κνάπτω… … Dictionary of Greek
διακναίω — (Α) [κναίω] 1. ξύνω, αφανίζω 2. καταστρέφω 3. (το παθ.) διακναίομαι α) σπαράσσομαι β) καταστρέφομαι … Dictionary of Greek