-
1 κληρονομία
κληρονομιά η наследство (тж. перен.); наследие;πνευματική κληρονομία — духовное наследство
-
2 κληρονομια
ἥ1) участие в наследстве, наследование(κατὰ τέν ἀγχιστείαν Dem.; κατὰ γένος Arst.)
2) получение в удел3) наследие, удел, доля -
3 κληρονομιά
ἡ κληρονομιά наследство, наследование; причастность к чему -
4 κληρονομία
{сущ., 14}наследство, наследие, удел, доля.Ссылки: Мф. 21:38; Мк. 12:7; Лк. 12:13; 20:14; Деян. 7:5; 20:32; Гал. 3:18; Еф. 1:14, 18; 5:5; Кол. 3:24; Евр. 9:15; 11:8; 1Пет. 1:4. LXX: 5159 (הל’חֲנַ), 2425 (םייִּחַ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κληρονομία
-
5 κληρονομία
{сущ., 14}наследство, наследие, удел, доля.Ссылки: Мф. 21:38; Мк. 12:7; Лк. 12:13; 20:14; Деян. 7:5; 20:32; Гал. 3:18; Еф. 1:14, 18; 5:5; Кол. 3:24; Евр. 9:15; 11:8; 1Пет. 1:4. LXX: 5159 (הל’חֲנַ), 2425 (םייִּחַ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κληρονομία
-
6 κληρονομία
наследство, наследие, удел, доля; LXX: (נַחֲלָה), (חַיִּים).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κληρονομία
-
7 κληρονομία
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κληρονομία
-
8 κληρονομιά
[клирономья] ома. -
9 αμαραντος
-
10 αδιάθετος
η, ο [ος, ον ]1) неиспользованный, неизрасходованный, нереализованный, свободный;αδιάθετα κεφάλαια — свободный капитал;
αδιάθετα εμπορεύματα (προϊόντα) — нереализованные товары (продукты);
2) незавещанный;αδιάθετη κληρονομία — ни- кому не завещанное наследство;
3) не оставивший завещания;απέθανε αδιάθετος — он умер, не оставив завещания;
εξ αδιαθέτου без завещания, по закону;4) чувствующий себя неважно, испытывающий недомогание, нездоровый;είμαι αδιάθετος — я нездоров
-
11 αμφισβητώ
-
12 αστράφτω
(αόρ. άστραψα) 1. αμετ.1) сверкать (о молниях);αστράφτει (ο ουρανός) — сверкают молнии;
2) перен. сверкать (о глазах, взгляде); сиять (о лиие);αστράφτουν τα μάτια του από θυμό — его глаза сверкают от гнева;
τό πρόσωπο της αστράφτει από χαρά — её лицо сияет от радости;
3) блестеть, сверкать (о посуде, украшениях;тж. чистотой);τό δωμάτιο αστράφτει (από καθαρότητα) — комната блестит (чистотой);
4) απρόσ.:μού (σού κ.λ.π.) άστραψε а) мне (тебе и т. д.) пришло в голову, на ум; μου άστραψε να φύγω мне внезапно пришло в голову уйти; б) мне (тебе и т. д.) досталось, выпало (о выигрыше и т. п.); του άστραψε μιά μεγάλη κληρονομιά ему досталось большое наследство; § άστραψε το φως μου (του, της κ.λ.π.) на минуту я (он и т. д.) ослеп (от удара); αν δεν αστράψει δεν βροντά без причины ничего не бывает; ΰστραψε η αλήθεια правда стала очевидной; 2. αμετ. ударить рукой; του άστραψε μιά (или ένα χαστούκι, ένα μπάτσο) он дал ему пощёчину (оплеуху) -
13 ασωτεμένος
-
14 εκκείμενος
η, ον юр. не имеющий владельца, выморочный; на который нет претендента;εκκείμένη κληρονομιά — наследство, не имеющее владельца, на которое нет претендента
-
15 λαμβάνω
(αόρ. έλαβα и έλαβον, παθ. αόρ. ελήφθην) μετ.1) брать, взять;λαμβάνω κάθισμα — взять стул;
λαμβάνω τον υίόν μου — взять с собой сына;
2) получать, принимать;λαμβάνω επιστολή — получать письмо;
λαμβάνω κληρονομιά — получать наследство (от кого-л.); — наследовать (кому-л.);
λαμβάν διαταγή — получать приказ;
λαμβάνω όνομα — получать имя;
§ λαμβάν μέτρα — принять меры, позаботиться;
λαμβάνω τα μέτρα μου — принять меры предосторожности;
λαμβάνω τροφή — принимать пищу, есть;
λαμβάνω ανάγκη κάποιου — нуждаться в ком-л.;
λαμβάνω καιρό — иметь свободное время;
λαμβάν όρκο — давать клятву, клясться;
λαμβάνω τό λόγο — брать слово (на собрании);
λαμβάν υπ' όψιν — а) принимать во внимание; — придавать значение; — б) рассчитывать;
λαμβάνω γνώσιν τινός — узнавать, получать сведения о чём-л.;
την τιμή να... — иметь честь.;.;λαμβάνω τό θάρρος να... — брать на себя смелость;
λαμβάνω την άδεια να... — с вашего разрешения;
λαμβάνω την ||γουσαν είς... — отправляться в...;
λαμβάνω μέρος — принимать участие;
λαμβάνω τό μέρος κάποιου — становиться на чью-л. сторону, поддерживать кого-л.;
λαμβάνει χωράν — имеет место, происходит;
έλαβε σύζυγο τον Α. она вышла замуж за Α;λάβε -υπομονή наберись терпения; λάβετε τον κόπο να... не сочтите за труд, будьте добры... -
16 σχολάζω
αμετ. бездействовать; не работать, не функционировать;§ σχολάζουσα κλήρονομία — наследство, во владение которым наследник ещё не вступил
-
17 υπεισέλευση
[-ις (-εως)] η1) незаметное проникновение, проскальзывание внутрь; 2):υπεισέλευση εις την κληρονομιά юр. — вступление в права наследства
-
18 2817
{сущ., 14}наследство, наследие, удел, доля.Ссылки: Мф. 21:38; Мк. 12:7; Лк. 12:13; 20:14; Деян. 7:5; 20:32; Гал. 3:18; Еф. 1:14, 18; 5:5; Кол. 3:24; Евр. 9:15; 11:8; 1Пет. 1:4. LXX: 5159 (הל’חֲנַ), 2425 (םייִּחַ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2817
См. также в других словарях:
κληρονομία — κληρονομίᾱ , κληρονομία inheritance fem nom/voc/acc dual κληρονομίᾱ , κληρονομία inheritance fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρονομιά — και κληρονομία και κλερονομιά, η (AM κληρονομία) [κληρονόμος.] το σύνολο ή το μέρος τής περιουσίας το οποίο μετά τον θάνατο τού κυρίου και κατόχου του περιέρχεται στην κυριότητα άλλου ή άλλων (α. «πήρε μια μεγάλη κληρονομιά και πλούτισε» β.… … Dictionary of Greek
κληρονομίᾳ — κληρονομίαι , κληρονομία inheritance fem nom/voc pl κληρονομίᾱͅ , κληρονομία inheritance fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρονομιά — η 1.περιουσία που περιέρχεται μετά το θάνατο του κατόχου της στην κυριότητα άλλου. 2. πνευματική ή ψυχική ιδιότητα που μεταβιβάζεται από τους γονείς στα παιδιά: Έχουν κληρονομιά την εξυπνάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κληρονομίας — κληρονομίᾱς , κληρονομία inheritance fem acc pl κληρονομίᾱς , κληρονομία inheritance fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρονομίαι — κληρονομία inheritance fem nom/voc pl κληρονομίᾱͅ , κληρονομία inheritance fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρονομίαν — κληρονομίᾱν , κληρονομία inheritance fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρονομιῶν — κληρονομία inheritance fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρονομίαις — κληρονομία inheritance fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
κληρονομική διαδοχή — Αλλαγή συνόλου σχέσεων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ενός ατόμου μετά τον θάνατό του. Το νέο πρόσωπο είναι ο κληρονόμος, το παλιό ο κληρονομούμενος και το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων η κληρονομιά. Ο κληρονόμος συνήθως είναι καθολικός… … Dictionary of Greek