-
1 πνευματικῇ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πνευματικῇ
-
2 πνευματικός
η, ό[ν] 1.1) умственный, интеллектуальный;πνευματική εργασία — умственный труд;
πνευματικες ικανότητες — умственные способности;
2) духовный, нравственный; культурный;οι πνευματικες ανάγκες ( — или απαιτήσεις) — духовные потребности;
η πνευματική συγγένεια — духовная близость;
πνευματική ζωή — духовная жизнь;
πνευματική καλλιέργεια — духовная культура;
πνευματικό κέντρο — культурный центр;
3) тех пневматический;§ πνευματική ιδιοκτησία — авторские права;
2. (ο) исповедник, духовник -
3 ανάταση
[-ις (-εως)] η1) прям., перен. подъём, взлёт;ανάταση της ψυχής — душевный подъём;
πνευματική ανάταση — а) духовный подъём; — б) расцвет культуры;
2) простирание (рук);3) напряжение; натягивание;ανάταση του ήχου — усиление звука
-
4 διατάραξη
[-ις (-εως)] η1) нарушение (покоя, тишины, порядка и т. п.);2) расстройство; потрясение (нервное, душевное);γαστρική διατάραξη — расстройство желудка;
πνευματική ( — или διανοητική) διατάραξη — умственное расстройство;
3) беспорядок; смута;4) беспокойство, тревога, смятение -
5 διαύγεια
η1) чистота, прозрачность (воды, атмосферы, стекла и т. п.); 2) перен. ясность; чёткость (стиля, речи и т. п.);η διαύγεια τού νού — или πνευματική διαύγεια — ясность ума;
ξαναβρήκε την διανοητική διαύγεια — у него восстановилась ясность ума, он опять стал умственно полноценным
-
6 ιδιοκτησία
η собственность;σοσιαλιστική ιδιοκτησία — социалистическая собственность;
ατομική ιδιοκτησία — частная собственность;
προσωπική (κοινωνική, συλλογική) ιδιοκτησία — личная (общественная, коллективная) собственность;
δημόσια ( — или κρατική) ιδιοκτησία — государственная собственность;
πνευματική ιδιοκτησία — авторское право;
δικαίωμα ιδιοκτησίας — право собственности;
ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής — собственность на средства производства
-
7 κληρονομία
κληρονομιά η наследство (тж. перен.); наследие;πνευματική κληρονομία — духовное наследство
-
8 προσέγγιση
[-ις (-εως)] η1) прям., перен. приближение; сближение;πνευματική προσέγγιση — культурное сближение;
2) заход (в порт); причаливание (к берегу);§ κατά προσέγγιση — приблизительно
-
9 στάθμη
-
10 συγγένεια
η1) родство (тж. перен.); близость; родственность;συγγένεια εξ αίματος ( — или ομαιμίας) — или φυσική ( — или κυρίως) συγγένεια — кровное родство;
συγγένεια εξ αγχιστείας ( — или κηδεστίας) — родство по браку;
στενή (μακρυνή) συγγένεια — близкое (дальнее) родство;
βαθμός συγγένειας — степень родства;
έχω συγγένεια με κάποιον — быть в родстве с кем-л. или быть сродни кому-л., быть родственником кого-л.;
πνευματική συγγένεια — а) духовное родство (крестника и крёстного); — б) духовная близость, родство душ;
συγγένεια χαρακτήρων — родственность натур;
συγγένεια ιδεών — родство идей;
πολιτική συγγένεια — некровное родство (между усыновлённым и усыновителем, опекуном и опекаемым);
2) мед. врождённость, врождённое свойство;§ χημική συγγένεια — химическое сродство
-
11 δικαιολογία
δικαιολογία ηоправдание, самооправдание, извинение:Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > δικαιολογία
-
12 εμπειρία
-
13 λογισμός
λογισμός οпомысел:
См. также в других словарях:
πνευματική ιδιοκτησία — Η προστασία που παρέχεται από την εσωτερική και τη διεθνή έννομη τάξη στα έργα του πρωτότυπου επιστημονικού και καλλιτεχνικού χαρακτήρα. Η προστασία αυτή αναφέρεται τόσο στην ακεραιότητα και στην οικονομική χρησιμοποίηση του έργου, όσο και στην… … Dictionary of Greek
πνευματικῇ — πνευματικός of wind fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευματική — πνευματικός of wind fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευματικῆι — πνευματικῇ , πνευματικός of wind fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
πνευματικός — ή, ό / πνευματικός, ή, όν, ΝΜΑ, και πνευματικός, Ν [πνεύμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πνεύμα (α. «πνευματική επικοινωνία» β. «κινήσεις πνευματικαί», Αριστοτ.) 2. αυτός που αποτελείται από πνεύμα, ο άυλος 3. φρ. α) «πνευματικά… … Dictionary of Greek