-
1 κλάσε
κλάωcry: aor ind act 3rd sg (epic ionic) -
2 κλάω
κλάω (A) [pron. full] [ᾰ], [tense] impf. ἔκλων ( κατ-) Il.20.227, (ἀν-) Th.2.76: [tense] fut. κλάσω [ᾰ] J.AJ10.11.3, Luc.DDeor.11.1: [tense] aor. 1 ἔκλᾰσα, [dialect] Ep.Aκλάσε Od.6.128
,κατά-κλασσε Theoc.25.147
:—[voice] Med., poet. [tense] aor.κλάσσατο AP7.124
(Diog. Laert.):—[voice] Pass., [tense] fut.κλασθήσομαι Arist.Mete. 373a5
: [tense] aor.ἐκλάσθην Il.11.584
: [tense] pf. , etc.: [tense] aor. 2 part. κλάς (as if from κλῆμι) Anacr.153:—break, break off,ἐξ ὕλης πτόρθον κλάσε Od.6.128
;ἐκλάσθη δὲ δόναξ Il.11.584
; break off the luxuriant shoots of the vine, Thphr. CP1.15.1 ([voice] Pass.), Gal.6.134, Longus 3.29, etc.;κ. ἄρτον 1 Ep.Cor.10.16
, cf. 11.24 ([voice] Pass.).2 Geom., deflect, inflect, usu. of drawing a straight line 'broken back' at a line or surface,κλάσαι εὐθεῖαν τὴν ΑΓΒ ἐν λόγῳ τῷ δοθέντι Papp. 904.17
; ἀπὸ δύο σημείων τῶν B, Eκλάσαι τὴν ΒΝΞΕ Id.122.3
:—more freq. in [voice] Pass., Arist.APo.1.c.; ἡ κεκλασμένη (sc. γραμμή) Id.Ph. 228b24;αἱ κλώμεναι εὐθεῖαι Apollon.Perg.Con.2.52
; ἐὰν ἀπὸ τῶν σημείων κλασθῶσιν ib.3.52;κεκλάσθω Euc.3.20
, al.; of visual rays, Arist.Mete. 377b22, Pr. 912b29; of arteries, Gal.9.84: generally,καμπαῖς κεκλασμένας ὑποπορεύσεις Plu.2.968b
; κεκλ. στολίδες ib.64a; τὰ κλώμενα τῶν ῥευμάτων their broken courses, ib.747d.3 metaph., break, weaken, frustrate,τὴν ἐλπίδα J.BJ3.7.13
, cf. Epigr.Gr. 348 ([place name] Cios): in [tense] pf. part. [voice] Pass., κεκλασμένη φωνή weak, effeminate voice, Hp.Epid.7.80, Arist.Phgn. 813a35 (also of the Siren's song, Vett.Val.108.28, cf.κ. ἀοιδή 242.10
); τὰ κεκλ. τῶν ὀμμάτων enfeebled eyes, Arist.Phgn. 808a9; κεκλ. μέλη varied by modulation, Plu.2.1138c; ῥυθμὸς κεκλ. broken rhythm, Longin.41.1; τὸ κεκλ. καὶ παντοδαπόν (sc. τῆς λέξεως) Phld.Rh.1.198S.b of emotion,ἐκλάσθην πρὸς ἔλεον J.Vit.43
.------------------------------------ -
3 πτόρθος
πτόρθος, ὁ, Trieb, Schößling, junger Zweig, Ast; ἐκ πυκινῆς δ' ὕλης πτόρϑον κλάσε, Od. 6, 128; τροφαῖσιν ὥς τις πτόρϑος ηὐξόμην, Eur. Hec. 20; πτόρϑοισι δάφνης, Ion 103; μαλάχης, Ar. Plut. 544, ἐπὶ τοὺς πτόρϑους καὶ τοὺς νέους κλῶνας, Plat. Prot. 334 b; Folgde; ἁπαλός, Pol. 7, 1, 3.
-
4 κλάω
κλάω, fut. κλάσω, ev. κλάσσω, aor. ἔκλασα, partic. auch κλάς (s. ἀποκλάω), aor. pass. ἐκλάσϑην; – brechen, zerbrechen, abbrechen; ἐξ ὕλης πτόρϑον κλάσε χειρί Od. 6, 128; ἐκλάσϑη δὲ δόναξ Il. 11, 583; Hippocr. u. Sp.; bes. vom Abbrechen der Blätter, junger Schößlinge u. Ranken des Weinstocks, was später κλαδεύειν heißt, VLL.; vgl. Lob. zu Phryn. 172; übertr., τὴν ἐλπίδα Ios.; ὁδοὶ καμπαῖς κεκλασμέναι, gekrümmt, Plut. sol. an. 11; φοραί Lys. 12. – Auch von der Stimme, ἁβρᾷ καὶ κεκλασμένῃ φωνῇ D. Cass. 79, 13; von verweichlichten, entarteten Menschen, Sp.; auch βάδισμα, Philo.; μέλη, ῥυϑμός, Plut. de mus. 22 Longin. 40; vom Styl, Demetr. 193.
-
5 κλάσεν
κλάωcry: aor ind act 3rd sg (epic ionic)κλάσε̄ν, κλάωcry: fut inf act (epic doric) -
6 κλάω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κλάω
См. также в других словарях:
κλάσε — κλάω cry aor ind act 3rd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
κλάνω — (I) (Μ κλάνω) 1. αφήνω πορδή, πέρδομαι 2. συμπεριφέρομαι περιφρονητικά ή υβριστικά και προσβλητικά σε κάποιον νεοελλ. 1. φρ. α) «κλάσε μας...» (σε έκφραση αγανάκτησης) παράτα μας β) «τά κλασε» ή «τήν έκλασε» φοβήθηκε γ) «κώλος που κλάνει γιατρό… … Dictionary of Greek
Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
βασιλική — Ονομασία δημόσιου ρωμαϊκού κτιρίου και ενός ορισμένου αρχιτεκτονικού τύπου της χριστιανικής εκκλησίας που κατά την επικρατέστερη άποψη προήλθε από ανάλογες ειδωλολατρικές κατασκευές. ρωμαϊκή β. Χαρακτηριστικό κτίριο των ρωμαϊκών πόλεων,… … Dictionary of Greek
καμπαναριό — Πυργίσκος εκκλησίας, στην οροφή του οποίου είναι κρεμασμένη/ες η/οι καμπάνα/ες· κωδωνοστάσιο. Ως αρχική μορφή το κ. πιθανολογείται ότι αποτελεί τη συνέχεια των αμυντικών ρωμαϊκών πύργων· ωστόσο, με την πάροδο των αιώνων απέκτησε διαφορετική… … Dictionary of Greek
ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
πτόρθος — και πόρθος, ὁ, Α 1. νέος, τρυφερός κλάδος φυτού, βλαστάρι (α. «ἐκ πυκίνης δ ὕλης πτόρθον κλάσε χειρὶ παχείῃ φύλλων», Ομ. Οδ. β. «πτόρθους ἁπαλοὺς ἀποτρώγουσαι», Εύπ.) 2. η βλάστηση, η έκφυση κλώνων («φύλλα δ ἔραζε χέει, πτόρθοιό τε λήγει»,… … Dictionary of Greek
βαρβαρική τέχνη — Γενικά, αποκαλείται έτσι η καλλιτεχνική παραγωγή που εμφανίζεται σχεδόν παντού στη Δύση κατά την περίοδο των βαρβαρικών επιδρομών, από τον 5o έως τον 9o αι., και διακρίνεται για την προτίμησή της στα πολύ έντονα γραμμικά διακοσμητικά σχέδια. Η… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
κιβώριο — Μνημειακό επιστέγασμα της Αγίας Τράπεζας των ιερών. Καθιερώθηκε στις παλαιοχριστιανικές βασιλικές πιθανώς κατά τα τέλη του 4ου αι. μ.Χ. Το κ. ήταν συνήθως μια ημισφαιρική οροφή, συχνά διακοσμημένη στο εσωτερικό με άστρα και υποβασταζόμενη από… … Dictionary of Greek