-
1 обваливаться
-
2 collapse
[kə'læps]1) (to fall down and break into pieces: The bridge collapsed under the weight of the traffic.) καταρρέω2) ((of a person) to fall down especially unconscious, because of illness, shock etc: She collapsed with a heart attack.) καταρρέω3) (to break down, fail: The talks between the two countries have collapsed.) ναυαγώ4) (to fold up or to (cause to) come to pieces (intentionally): Do these chairs collapse?) διπλώνω, κλείνω• -
3 обваливать
(обрушивать) καταρρίπτω, καταρρέω, (κατα)κρημνίζω, γκρεμίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обваливать
-
4 обрушиваться
γκρεμίζομαι, καταρρέω, (κατα)κρημνίζομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обрушиваться
-
5 разрушать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разрушать
-
6 обваливаться
обваливатьсянесов (обрушиваться) καταρρέω, κρημνίζομαι, καταπίπτω, γκρεμίζομαι. -
7 обрушиваться
обрушивать||ся1. (обваливаться) γκρεμίζομαι, καταρρέω, κρημνίζομαι/ πέφτω, πίπτω (падать)·2. перен (нападать) ἐπιτίθεμαι, ἐπιπίπτω:внезапно \обрушиватьсяся на противника ἐπιτίθεμαι ξαφνικά κατά τοῦ ἐχθροῦ·3. (с упреками и т. п.) разг ρίχνομαι. -
8 падать
пада||тьнесов1. πέφτω, (κατα)πίπτω / καταρρέω, γκρεμίζομαι, κρημνίζομαι (о постройке):\падать на́взничь πέφτω ἀνάσκελα·2. перен πέφτω, 'στρέφομαι:ответственность \падатьет на тебя ἐσύ ἐχεις τήν εὐ-θύνη· подозрение \падатьет на него οἱ ὑπο ψίες στρέφονται σ'αύτόν3. (приходиться) πέφτω:все расходы \падатьют на меня ὀλα τά ἐξοδα πέφτουν σέ μένα· жребий \падатьет на него́ ὁ κλήρος πέφτει σ'αύτόν праздник \падатьет на пятницу ἡ γιορτή πέφτει Παρασκευή·4. (выпадать) πέφτω:волосы \падатьют πέφτουν τά μαλλιά·5. (понижаться) πέφτω:температура \падатьет ἡ θερμοκρασία πέφτει· цены \падатьют οἱ τιμές πέφτουν6. (о скоте) ψοφῶ· ◊\падатьду́хом χάνω τό ήθικό μου· \падать в обморок λιποθυμώ. -
9 проваливать
проваливатьнесов разг χαντακώνω/ ἀπορρίπτω (на экзамене)· ◊ проваливай! ϋδειασέ μου τή γωνιά!, δίνε του!, στρίβε! \проваливаться1. (чадать, обрушиваться) καταρρέω, γκρεμίζομαι, κρημνίζομαι, πέφτω:крыша проваливается ἡ σκεπή πέφτει· \проваливаться в яму πέφτω στό λάκκο·2. черен, разг ἀποτυχαίνω, ἀποτυγχάνω:\проваливаться на экзамене ἀπέτυχε στίς ἐξετάσεις. -
10 распадаться
распадатьсянесов1. ἀποσυνθέτομαι, διασπώμαι / διαρρηγνύομαι, σπάνω (άμετ.), σχίζομαι (раскалываться)·2. хим., физ. διασπώμαι / διαλύομαι (растворяться)·3. перен διασπώμαι, καταρρέω/ παρακμάζω (приходить в упадок). -
11 рухнуть
ру́хну||тьсов прям., перен καταρρέω, γκρεμίζομαι, κρημνίζομαι:готовый \рухнуть ἐτοιμόρροπος· мост \рухнутьл ἡ γέφυρα γκρέμισε· надежды \рухнутьли οἱ ἐλπίδες κατέρρευσαν. -
12 рушиться
рушить||ся1. πέφτω, γκρεμίζομαι, κρημνίζομαι·2. перен γκρεμίζομαι, καταρρέω:планы рушились τά σχέδια κατέρρευσαν. -
13 break down
1) (to use force on (a door etc) to cause it to open.) γκρεμίζω2) (to stop working properly: My car has broken down.) χαλώ3) (to fail: The talks have broken down.) διακόπτομαι χωρίς αποτέλεσμα, ναυαγώ4) (to be overcome with emotion: She broke down and wept.) καταρρέω -
14 cave in
((of walls etc) to collapse.) καταρρέω -
15 crumble
(to break into crumbs or small pieces: She crumbled the bread; The building had crumbled into ruins; Her hopes of success finally crumbled.) θρυμματίζω, καταρρέω- crumbly -
16 go (all) to pieces
((of a person) to collapse physically or nervously: She went to pieces when her husband died.) καταρρέω,γίνομαι κομμάτια -
17 go (all) to pieces
((of a person) to collapse physically or nervously: She went to pieces when her husband died.) καταρρέω,γίνομαι κομμάτια -
18 обваливаться
[αμπβάλχβατ'σα] ρ. γκρεμίζομαι, καταρρέω -
19 проваливаться
[πραβάλιβατσα] ρ. καταρρέω -
20 рухнуть
[ρούχνουτ'] ρ. καταρρέω, γκρεμίζομαι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
καταρρέω — καταρρέω, κατέρρευσα βλ. πίν. 42 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καταρρέω — (AM καταρρέω) 1. κατακρημνίζομαι, γκρεμίζομαι, σωριάζομαι κάτω (α. «κατέρρευσε η στέγη τού σπιτιού» β. «καραρρυῆναι δὲ τῷ ἱερῷ τὸν ὄροφον τεκμαίροιτο ἄν τις ὑπὸ τοῡ χρόνου», Παυσ.) 2. αφανίζομαι (α. «τής νεότητας μου ρεύμα, διατί δεν καταρρέεις… … Dictionary of Greek
καταρρέω — κατέρρευσα και κατάρρευσα 1. γκρεμίζομαι, καταπέφτω: Κατέρρευσε η πολυκατοικία. 2. φθείρομαι, παρακμάζω, φθίνει η υγεία μου: Κατέρρευσε ολότελα από την ασθένεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταρρέῃ — καταρρέω flow down pres subj mp 2nd sg (epic ionic) καταρρέω flow down pres ind mp 2nd sg (epic ionic) καταρρέω flow down pres subj act 3rd sg (epic ionic) καταρρέω flow down pres subj mp 2nd sg καταρρέω flow down pres ind mp 2nd sg καταρρέω flow … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρρεῖ — καταρρέω flow down pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) καταρρέω flow down pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) καταρρέω flow down pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) καταρρέω flow down pres ind act 3rd sg (attic epic doric … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρρεύσῃ — καταρρέω flow down pres part act fem dat sg (epic ionic) καταρρέω flow down aor subj mid 2nd sg καταρρέω flow down aor subj act 3rd sg καταρρέω flow down fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρρεόμενον — καταρρέω flow down pres part mp masc acc sg (epic doric ionic aeolic) καταρρέω flow down pres part mp neut nom/voc/acc sg (epic doric ionic aeolic) καταρρέω flow down pres part mp masc acc sg καταρρέω flow down pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρρεόντων — καταρρέω flow down pres part act masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) καταρρέω flow down pres imperat act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) καταρρέω flow down pres part act masc/neut gen pl καταρρέω flow down pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρρέει — καταρρέω flow down pres ind mp 2nd sg (epic ionic) καταρρέω flow down pres ind act 3rd sg (epic ionic) καταρρέω flow down pres ind mp 2nd sg (epic ionic) καταρρέω flow down pres ind act 3rd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρρέον — καταρρέω flow down pres part act masc voc sg (epic doric ionic aeolic) καταρρέω flow down pres part act neut nom/voc/acc sg (epic doric ionic aeolic) καταρρέω flow down pres part act masc voc sg καταρρέω flow down pres part act neut nom/voc/acc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρρέοντα — καταρρέω flow down pres part act neut nom/voc/acc pl (epic doric ionic aeolic) καταρρέω flow down pres part act masc acc sg (epic doric ionic aeolic) καταρρέω flow down pres part act neut nom/voc/acc pl καταρρέω flow down pres part act masc acc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)