Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

καταρρέω

  • 21 сваливаться

    [σβάλιβατσα] ρ. καταρρέω, γκρεμίζομαι

    Русско-греческий новый словарь > сваливаться

  • 22 обваливаться

    [αμπβάλχβατ'σα] ρ γκρεμίζομαι, καταρρέω

    Русско-эллинский словарь > обваливаться

  • 23 проваливаться

    [πραβάλιβατσα] ρ καταρρέω

    Русско-эллинский словарь > проваливаться

  • 24 рухнуть

    [ρούχνουτ'] ρ καταρρέω, γκρεμίζομαι

    Русско-эллинский словарь > рухнуть

  • 25 сваливаться

    [σβάλιβατσα] ρ καταρρέω, γκρεμίζομαι

    Русско-эллинский словарь > сваливаться

  • 26 бухнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. бухнул, -ла, -ло, ρ.σ.
    1. βροντώ, κροτώ, ηχώ•

    за лесом -ли орудия πέρα από το δάσος βρόντησαν τα κανόνια.

    2. κρούω, χτυπώ, βαρώ•

    бухнуть в колокол χτυπώ την καμπάνα.

    || ρίχνω με κρότο.
    3. βλ. бухнуться.
    4. βλ. брякнуть
    5. φουσκώνω (από υγρασία)•

    доска -ет от сырости η σανίδα φουσκώνει από την υγρασία.

    πέφτω, καταρρέω.

    Большой русско-греческий словарь > бухнуть

  • 27 валить

    валю, валишь ρ.δ.μ.
    1. ρίχνω κάτω, καταρρίπτω, γκρεμίζω ανατρέπω• σπάζω•

    ветер -ит деревья ο άνεμοο ρίχνει κάτω (σπάζει) τα δέντρα•

    валить противника на землю ρίχνω καταγής (χάμω) τον αντίπαλο.

    || μτφ. εξολοθρεύω, εξοντώνω, αφανίζω, ρημάζω•

    холера так и -ит всех η χολέρα εξολοθρεύει όλους.

    2. ρίχνω άτακτα•

    валить книги в ящик ρίχνω τα βιβλία στο κασόνι όπως λάχει.

    3. ρίχνω την ενοχή, ευθύνη σε άλλον, τα φορτώνω στον άλλον•

    обвиняемые -ли все друг на друга οι κατηγορούμενοι έρριχναν την ενοχή ο ένας στον άλλον.

    εκφρ.
    валить все в одну кучу – τα βάζω όλα σ’ ένα σακκί (χωρίς διάκριση).
    πέφτω χάμω, κάτω, καταγής•

    яблоки -ятся на дорожку τα μήλα πέφτουν στο δρομάκι.

    || καταρρέω, γκρεμίζομαι, σωροβολιάζομαι, σωριάζομαι•

    дом -ится το σπίτι κατάρρεει.

    || (για ζώα) ψοφώ•

    от сибирской язвы -ится много скота από τον άνθρακα ψοφούν πολλά ζώα.

    εκφρ.
    - ится из рук – α) πέφτει από τα χέρια (γίνεται ανεπιτυχώς)• β) πέφτω από έλλειψη δύναμης, επιθυμίας•
    валить с ног – πέφτω από τα πόδια (από κούραση, ασθένεια κ.τ.τ.).
    -ит, ρ.δ.
    1. κινούμαι, ρίχνομαι• πέφτω•

    толпа -ит ο όχλος κινείται•

    снег -ит хлопьями το χιόνι πέφτει τουλούπες (κατάνι φάδες).

    2. προστκ. κίνα, κούνα, κουνήσου•

    -и, беги! κουνήσου, τρέχε!

    βλ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > валить

  • 28 обрушить

    -шу, -шишь
    ρ.σ.μ.
    1. γκρεμίζω, κατακρημνίζω, καραρρίπτω, κατεδαφίζω.
    2. μτφ. καταφέρω, επιφέρω, επιρρίπτω, ρίχνω, χύνω•

    обрушить удар на врага καταφέρω χτύπημα (πλήγμα) κατά του εχθρού•

    обрушить угрозы на кого εκτοξεύω απειλές κατά κάποιου•

    обрушить огонь на неприятеля ρίχνω καταιγιστικά πυρά στον εχθρό•

    желчь χύνω χολή (πίκρα, κακία).

    3. ξεφλουδίζω, μεταβάλλω σε άλφιτο (χόνδρους).
    1. γκρεμίζομαι, καταρρέω, πέφτω•

    кровля обрушилась η στέγη κατέρρευσε•

    свод -лся ο θόλος έπεσε.

    2. επιπίπτω, ρίχνομαι.
    3. μτφ. επιτίθεμαι, πέφτω•

    обрушить на врага επιτίθεμαι στον εχθρό•

    обрушить с угрозами на кого επιτίθεμαι με απειλές κατά κάποιου.

    Большой русско-греческий словарь > обрушить

  • 29 оползти

    -зу, -зшь, παρλθ. χρ. ополз, -ла, -ло
    ρ.σ.
    1. περί,έρπω.
    2. παρακάμπτω έρποντας.
    -зт, παρλθ. χρ. ополз
    -ла, -ло
    ρ.σ.
    παθαίνω καθίζηση, κάθομαι, κατολισθαίνω, καταρρέω βαθμιαία.

    Большой русско-греческий словарь > оползти

  • 30 падать

    ρ.δ.
    1. πέφτω•

    падать на змлю πέφτω στη γη•

    падать с лошади πέφτω από το άλογο.

    || κατακάθομαι• λαχαίνω βγαίνω•

    -ет туман πέφτει ομίχλη•

    выбор -ет на него η εκλογή πέφτει σ αυτόν•

    зубк -ют τα δόντια πέφτουν•

    ударение падает на последний слог ο τόνος πέφτει στη λήγουσα.

    || επιρρίπτομαι•

    тень -ет πέφτει σκιά•

    свет -ет πέφτει φως.

    || ρίχνομαι•

    падать в объятия ρίχνομαι στην αγκαλιά•

    -на колени πέφτω στα γόνατα.

    || γέρνω, είμαι έτοιμος να πέσω, καταρρέω, γκρεμίζομαι.
    2. ρίχνω•

    -ал мокрый снег έπεφτε χιονόνερο.

    3. (για ενδυμασία, μαλλιά κ.τ.τ.) κρέμομαι. || μτφ. κατέρχομαι, κατεβαίνω, εκτείνομαι προς τα κάτω Γορέ•

    -ет к морю το βουνό εκτείνεται προς τα κάτω ως τη θάλασσα.

    4. μτφ. υποπίπτω•

    на него -ет подозрение αυτόν τον υποπτεύονται.

    5. μτφ. ελαττώνομαι, μειώνομαι, λιγοστεύω ξεπέφτω• εξασθενίζω•

    ветер -ет ο αέρας ξεπέφτει•

    давление -ет η πίεση ελαττώνεται•

    цены на товары -ют οι τιμές στα εμπορεύματα πέφτουν•

    авторитет его с каждым днём -ет το κύρος του κάθε μέρα και πέφτει.

    6. ξεπέφτω ηθικά.
    7. χάνω τη σημασία, την αξία•

    падать в глазах кого-л. ξεπέφτω στα μάτια κάποιου.

    8. ψοφώ.
    9. βλ. пасть1 (3, 4 σημ.).
    εκφρ.
    падать от смеха (со смеху) – λιγώνομαι από τα γέλια, πέφτω κάτω από τα γέλια•
    падать дзьсом – χάνω το ηθικό, πέφτει το ηθικό μου.

    Большой русско-греческий словарь > падать

  • 31 провалить

    -валю, -валишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проваленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. γκρεμίζω•

    провалить потолок γκρεμίζω την οροφή•

    на половину μισογκρεμίζω.

    2. μτφ. οδηγώ σε αποτυχία, χαλνώ•

    провалить всё дело χαλνώ όλη την υπόθεση.

    || σπαραλιάζω, εξουδετερώνω (γιαπα• ράνομη οργάνωση, παράνομους). || απορρίπτω, δε δέχομαι αποποιούμαι•

    провалить предложение απορρίπτω πρόταση.

    || απορρίπτω μαθητή (στις εξετάσεις).
    3. (απλ.) κινούμαι (κατά μάζες)•

    тучи -ли на восток τα σύννεφα κινήθηκαν κατά την ανατολή.

    1. πέφτω•

    провалить в яму πέφτω στο λάκκο.

    2. γκρεμίζομαι καταρρέω. || σπάζω από το βάρος. || χαλνώ, στραβώνω. || βαθουλώνω, γίνομαι βαθουλός (για μάτια, μάγουλα).
    3. μτφ. αποτυχαίνω πλήρως, ναυαγώ•

    планы -лись τα σχέδια ναυάγησαν.

    || εξουδετερώνομαι σπαραλιάζω (για παράνομες οργανώσεις, παράνομους). || απορρίπτομαι (στις εξετάσεις).
    4. εξαφανίζομαι, χάνομαι, γίνομαι άφαντος εξατμίζομαι.
    5. προστκ. απλ. -ись, -литесь ξεκουμπίσου, -στήτε, γκρεμίσου, -στήτε.
    εκφρ.
    как (точно) сквозь землю -лся – σα να τον κατάπιε η γη (εξαφανίστηκε χωρίς αφήσει ίχνη)•
    -лись я!; провалить на этом (самом) месте! – (απλ.) να πεθάνω εδώ αυτή τη στιγμή! να μην προφτάσω να πάω στο σπίτι! (όρκος).

    Большой русско-греческий словарь > провалить

  • 32 развалить

    -валю, -валишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разваленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. καταρρίπτω• σωριάζω. || γκρεμίζω, κατεδαφίζω.
    2. μτφ. αποσυνθέτω, διαλύω, εξαρθρώνω, χαρβαλιάζω, σπαραλιάζω•

    развалить налаженную работу σπαραλιάζω τη ρεγουλαρισμένη δουλειά•

    развалить хозяйство σπαραλιάζω το νοικοκυριό.

    1. πέφτω, σωριάζομαι. || καταρρέω, γκρεμίζομαι, κατεδαφίζομαι. || χαλνώ, φθείρομαι, καταστρέφομαι (για ενδύματα, υποδήματα).
    2. μτφ. αποσυντίθεμαι, διαλύομαι, εξαρθρώνομαι, χαρ-βαλιάζω.
    3. ξαπλώνω φαρδύς-μακρύς, το πιάνω ξαπλωταριά.

    Большой русско-греческий словарь > развалить

  • 33 распасться

    -падтся, παρλθ. χρ. распался, -лась, -лось, μτχ. παρλθ. χρ. распавшийся ρ.σ.
    1. πέφτω θρυμματ ιζόμενος. || χωρίζομαι, διασπώμαι, αποσυντίθεμαι•

    молекула -лась на атомы το μόριο χωρίστηκε σε άτομα.

    2. μοιράζομαι, διανέμομαι•
    7. сыновьями η περιουσία μοιράστηκε μεταξύ των γιων. || μτφ. διαλύομαι• καταρρέω•

    их дружба -лась η φιλία τους χάλασε•

    коалиция--лась ο συνασπισμός διαλύθηκε.

    Большой русско-греческий словарь > распасться

  • 34 рухнуть

    -ну, -нешь
    ρ.σ.
    1. γκρεμίζομαι, πέφτω καταρρέω• σωριάζομαι•

    мост -ул η γέφυρα έπεσε•

    дом -ул το σπίτι κατέρρευσε.

    2. μτφ. χάνομαι, εξαφανίζομαι, διαλύομαι•

    планы -ли τα σχέδια πήγαν χαμένα•

    надежды -ли οι ελπίδες φυλλορρόησαν.

    πέφτω, σωριάζομαι (για άνθρωπο).

    Большой русско-греческий словарь > рухнуть

  • 35 рушить

    -шу, -шишь
    ρ.δ.μ.
    1. κατεδαφίζω, γκρεμίζω, χαλνώ•

    рушить дом κατεδαφίζω το σπίτι•, рушить стены γκρεμίζω τους τοίχους.

    || μτφ. εξαρθρώνω, σπαραλιάζω.
    2. μτφ. παραβιάζω, παραβαίνω, αθετώ•

    рушить обычаи παραβαίνω τα έθιμα.

    3. ξεφλουδίζω, αποφλοιώνω.
    1. κατεδαφίζομαι, καταρρέω, πέφτω•

    здание -лось το κτίριο κατέρρευσε.

    2. μτφ. βλ. рухнуть (2 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > рушить

  • 36 свалить

    свалю, свалишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сваленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. καταρρίπτω•

    свалить снег с крыши ρίχνω κάτω το χιόνι από τη στέγη•

    ветер -ил дерево ο άνεμος έρριξε κάτω το δέντρο•

    болезнь -ла его на постель η άρρωστεια τον έρριξε στο κρεβάτι,

    2. μτφ. ανατρέπω• γκρεμίζω.
    3. μτφ. ξεφορτώνομαι, απαλλάσσομαι, γλυτώνω.
    4. μτφ. το (τα) ρίχνω, το (τα) φορτώνω σε (για ευθύνη, σφάλμα κ.τ.τ.). || αποδίδω, ανάγω.
    5. ρίχνω άτακτα•

    свалить в кучу ρίχνω σωρό, σωριάζω.

    6. κλίνω, γέρνω.
    7. (κυνηγ.) απολύω, αφήνω όλα μαζί•

    свалить гончих αφήνω όλα μαζί τα λαγωνικά.

    1. πέφτω•

    свалить с крыши πέφτω από τη στέγη•

    свалить с лошади πέφτω από το άλογο.

    || καταρρέω, γκρεμίζομαι•

    старый дом -лся το παλαιό σπίτι έπεσε.

    || εμφανίζομαι απροσδόκητα.
    2. πέφτω βαριά άρρωστος. || (για ζώα)• ψοφώ.
    3. γέρνω, κλίνω προς τα κάτω.
    4. (κυνηγ.) μαζεύομαι, συναθροίζομαι, (γ ι, α σκυλιά).
    εκφρ.
    свалить с плеч – (για ενδυμασία) κα-ταφθείρομαι, σώνομαι, λιώνω.
    ρ.σ.
    1. φεύγω, ξεχύνομαι (για πλήθος, μάζες κλπ.),
    μετακινούμαι, μετατοπίζομαι,
    2. λιγοστεύω, ελαττώνομαι(κατά την έκταση)• (ζε)πέφτω•

    жара -ла ο καύσονας ξέπεσε.

    (απλ.) περνώ, φεύγω (για σύννεφο).

    Большой русско-греческий словарь > свалить

  • 37 göçmek

    μεταναστεύω, καταρρέω

    Türkçe-Yunanca Sözlük > göçmek

  • 38 collapse

    1) καταρρέω
    2) σωριάζομαι

    English-Greek new dictionary > collapse

  • 39 slump

    1) καταρρέω
    2) κεσάτι
    3) πέφτω
    4) σωριάζομαι

    English-Greek new dictionary > slump

См. также в других словарях:

  • καταρρέω — καταρρέω, κατέρρευσα βλ. πίν. 42 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καταρρέω — (AM καταρρέω) 1. κατακρημνίζομαι, γκρεμίζομαι, σωριάζομαι κάτω (α. «κατέρρευσε η στέγη τού σπιτιού» β. «καραρρυῆναι δὲ τῷ ἱερῷ τὸν ὄροφον τεκμαίροιτο ἄν τις ὑπὸ τοῡ χρόνου», Παυσ.) 2. αφανίζομαι (α. «τής νεότητας μου ρεύμα, διατί δεν καταρρέεις… …   Dictionary of Greek

  • καταρρέω — κατέρρευσα και κατάρρευσα 1. γκρεμίζομαι, καταπέφτω: Κατέρρευσε η πολυκατοικία. 2. φθείρομαι, παρακμάζω, φθίνει η υγεία μου: Κατέρρευσε ολότελα από την ασθένεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταρρέῃ — καταρρέω flow down pres subj mp 2nd sg (epic ionic) καταρρέω flow down pres ind mp 2nd sg (epic ionic) καταρρέω flow down pres subj act 3rd sg (epic ionic) καταρρέω flow down pres subj mp 2nd sg καταρρέω flow down pres ind mp 2nd sg καταρρέω flow …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρρεῖ — καταρρέω flow down pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) καταρρέω flow down pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) καταρρέω flow down pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) καταρρέω flow down pres ind act 3rd sg (attic epic doric …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρρεύσῃ — καταρρέω flow down pres part act fem dat sg (epic ionic) καταρρέω flow down aor subj mid 2nd sg καταρρέω flow down aor subj act 3rd sg καταρρέω flow down fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρρεόμενον — καταρρέω flow down pres part mp masc acc sg (epic doric ionic aeolic) καταρρέω flow down pres part mp neut nom/voc/acc sg (epic doric ionic aeolic) καταρρέω flow down pres part mp masc acc sg καταρρέω flow down pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρρεόντων — καταρρέω flow down pres part act masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) καταρρέω flow down pres imperat act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) καταρρέω flow down pres part act masc/neut gen pl καταρρέω flow down pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρρέει — καταρρέω flow down pres ind mp 2nd sg (epic ionic) καταρρέω flow down pres ind act 3rd sg (epic ionic) καταρρέω flow down pres ind mp 2nd sg (epic ionic) καταρρέω flow down pres ind act 3rd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρρέον — καταρρέω flow down pres part act masc voc sg (epic doric ionic aeolic) καταρρέω flow down pres part act neut nom/voc/acc sg (epic doric ionic aeolic) καταρρέω flow down pres part act masc voc sg καταρρέω flow down pres part act neut nom/voc/acc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρρέοντα — καταρρέω flow down pres part act neut nom/voc/acc pl (epic doric ionic aeolic) καταρρέω flow down pres part act masc acc sg (epic doric ionic aeolic) καταρρέω flow down pres part act neut nom/voc/acc pl καταρρέω flow down pres part act masc acc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»