-
1 κατα-πῡγοσὐνη
κατα-πῡγοσὐνη, ἡ, widernatürliche Unzucht, Geilheit; Ar. Nubb. 1023; Luc. somn. 32; Cratin. bei Ael. H. A. 12, 10 u. Plut. Pericl. 24, wo man es auch als kam. von καταπῡγόσυνος fassen kann, das = καταπύγων ist.
См. также в других словарях:
καταπυγόσυνος — καταπυγόσυνος, η, ον (Α) καταπύγων*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < καταπυγοσύνη (με υποχωρητ. σχηματισμό), πρβλ. ευφρ όσυνος: ευφροσύνη] … Dictionary of Greek