-
1 καταπίνω
[каталино] р. глотать, проглатывать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καταπίνω
-
2 заглатывать
καταπίνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заглатывать
-
3 проглотить
καταπίνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проглотить
-
4 проглатывать
проглатыватьнесов, проглотить сов в разн. знач. καταπίνω; проглотить обиду καταπίνω τήν προσβολή· проглатывать слова καταπίνω τά λόγια· \проглатывать книгу καταβροχθίζω τό βιβλίο· \проглатывать пилюлю καταπίνω τό χάπι. -
5 глотать
ρ.δ.μ. κ. αμ. καταπίνω, περνώ κάτω, κατεβάζω•глотать пилюли καταπίνω χάπια•
больно -πονώ όταν καταπίνω.
|| τρώγω λαίμαργα. || μτφ. διαβάζω γρήγορα και αχόρταγα• ακούω προσεχτικά•глотать романы один за другим καταβροχθίζω τα μυθιστορήματα ένα κοντά τ' άλλο.
εκφρ.глотать воздух – αναπνέω αέρα•глотать слезы – καταπίνω (συγκρατώ) τα δάκρυα•глотать олова – μασσώ τα λόγια•глотать слюнки – μου κινούν τα σάλια (κοιτάζω αχόρταγα).καταπίνομαι. -
6 проглотить
-лочу, -лотишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проглоченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.1. καταπίνω•проглотить лекарство καταπίνω το φάρμακο.
2. μτφ. πιστεύω αφελώς ή ανέχομαι κάτιαδιαμαρτύρητα: проглотить оскорбление ανέχομαι την προσβολή. || μτφ. συγκρατώ, δε φανερώνω, καταπνίγω•проглотить волнение δε φανερώνω την ταραχή.
3. μτφ. δεν εκφέρω•проглотить слово καταπίνω τη λέξη.
4. μτφ. καταβροχθίζω, διαβάζω γρήγορα.• я проглотитьил за вечер книгу για ένα βράδυ διάβασα ένα βιβλίο.εκφρ.проглотить язык – καταπίνω ή δαγκώνω τη γλώσσα (δέχομαι αδιαμαρτύρητα, το βουλώνω)•язык -тишь – να γλείφεις και τα δάχτυλα (από τη νοστιμάδα). -
7 глотать
-
8 глотать
глотатьнесов καταπίνω/ ρουφῶ (питье) ◊ \глотать слезы καταπίνω τά δάκρυα· \глотать слова τρώγω τίς συλλαβές· \глотать воздух ρουφώ τόν ἀέρα. -
9 наглотаться
наглотатьсясов καταπίνω (σέ μεγάλη ποσότητα):\наглотаться пыли καταπίνω πολλή σκόνη. -
10 поглотить
поглотитьсов, поглощать несов1. καταπίνω, καταβροχθίζω:поглощать пищу καταπίνω τήν τροφή·2. (впитывать) ἀναρροφώ, ἀπορροφώ·3. перен (захватывать) ἀπορροφω, καταβροχθίζω, κυριεύω:работа поглотила его́ целиком ἡ δουλειά τόν ἀπορρόφησε ἐντελώς. -
11 выдавить
-влю, -вишь, ρ.σ.μ.1. εκθλίβω, αποθλίβω, εκπιέζω, στίβω, ξεζουμίζω•выдавить лимон στίβω το λεμόνι,
μτφ. πνίγω, με δυσκολία συγκρατώ• καταπίνω•выдавить слезы καταπίνω τα δάκρυα•
выдавить смех, улыбку μέ δυσκολία συγκρατώ το γέλιο, το χαμόγελο•
из него ни слова не -ишь απ’ αυτόν δε βγάζεις ούτε λέξη.
2. πιέζοντας κατασπάζω, συντρίβω, γκρεμίζω.3. еивыдавить τυπώνω ανάγλυφα.1. εκθλίβομαι, εκπιέζομαι, στίβομαι, ξεζουμίζομαι.2. κατασπάζομαι, συντρίβομαι, γκρεμίζομαι από την πίεση.3. εκτυπώνομαι ανάγλυφα. -
12 захлебнуть
ρ.σ,μ.1. καταπίνω•захлебнуть воды при купании καταπίνω νερό κατά το λουτρό.
2. πίνω, ρουφώ, περνώ κάτω.1. πνίγομαι (από υγρό, καπνό κ.τ.τ.), μου πιάνεται, ο λαιμός•он -лся и утонул αυτός έπιε νερό και πνίγηκε.
2. μου πιάνεται, η αναπνοή, κομπιάζω•он -лся от радости του πιάστηκε η αναπνοή από χαρά.
3. διστάζω να προχωρήσω σε ενέργεια.4. σταματώ, παύω να λειτουργώ, σβήνω (για μηχανή, αυτόματο όπλο κ.τ.τ.). -
13 наглотаться
ρ.σ. (με ποσοτική σημ.) καταπίνω ρουφώ•он -лся морской воды αυτός κατάπιε πολύ θαλασσινό νερό•
наглотаться пыли καταπίνω σκόνη.
-
14 переглотать
ρ.σ.μ. καταπίνω συχνά•переглотать все таблетки καταπίνω (παίρνω) όλα τα χαπάκια.
-
15 сглодать
сгложу, сгложешь, παθ. μτχ. - παρλθ. χρ. сглоданный, βρ: -дан, -а, -оρ.σ.μ. καταπίνω•сглодать кость καταπίνω κόκκαλο.
-
16 захлебнуться
захлебнутьсясов, захлебываться несов в разн. знач. πνίγομαι / καταπίνω νερό (об утопающем):\захлебнуться от смеха πνίγομαι στά γέλια· \захлебнуться от радости τρελλαίνο-μαι ἀπ' τή χαρά μου· говорить захлебываясь μιλῶ κομπιάζοντας· ◊ наступление захлебну́лось воен. ἡ ἐπίθεση ἀπέτυχε, ἡ ἐπίθεση σταμάτησε. -
17 набрать
набратьсов см. набирать· \набрать цветов μαζεύω λουλούδια· ◊ \набрать воды в рот καταπίνω τή γλώσσα μου. -
18 обида
оби́д||аж ἡ προσβολή, τό πείραγμα, ἡ ἀδικία:терпеть \обидаы ἀνέχομαι προσβολές· быть в \обидае на кого-л. εἶμαι δυσαρεστημένος μέ κάποιον он на меня в \обидае εἶναι κακιωμένος μαζύ μου· наносить \обидау προσβάλλω κάποιον· проглотить \обидау καταπίνω τή προσβολή· не давать себя в \обидау δέν ἐπιτρέπω νά μέ προσβάλλουν· не в \обидау будь сказано разг νά μή σοῦ κακοφανεϊ. -
19 целиком
целикомнареч ὁλότελα, ὁλόκληρα:проглотить что́-л. \целиком καταπίνω ὁλόκληρο \целиком и полностью ἀπόλυτα, πλερια, πλήρως. -
20 глотать
[γκλατάτ'] ρ. καταπίνω
См. также в других словарях:
καταπίνω — καταπίνω, κατάπια βλ. πίν. 167 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καταπίνω — (AM καταπίνω) κατεβάζω κάτι διά μέσου τού φάρυγγα στο στομάχι («δεν μπορεί να καταπιεί ούτε νερό» β. «κατάπια ένα κουκούτσι») νεοελλ. 1. μτφ. α) πιστεύω κάτι με αφέλεια, απονήρευτα δέχομαι τα ψεύδη κάποιου, χάφτω («τού λένε ένα σωρό τερατολογίες… … Dictionary of Greek
καταπίνω — καταπί̱νω , καταπίνω gulp pres subj act 1st sg καταπί̱νω , καταπίνω gulp pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπίνω — κατάπια, καταπιώθηκα, καταπιωμένος 1. πίνω, καταβροχθίζω, χάφτω: Κατάπιε ένα κουμπί. 2. πιστεύω κάτι με αφέλεια, δέχομαι βρισιές χωρίς να διαμαρτύρομαι: Τον είπα κλέφτη και το κατάπιε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταπιομένη — καταπίνω gulp aor part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) καταπῑομένη , καταπίνω gulp fut part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) καταπῑομένη , καταπίνω gulp pres part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπεπομένον — καταπίνω gulp perf part mp masc acc sg καταπίνω gulp perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπεπωκότα — καταπίνω gulp perf part act neut nom/voc/acc pl καταπίνω gulp perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπιοῦνται — καταπίνω gulp fut ind mid 3rd pl (attic epic doric) καταπῑοῦνται , καταπίνω gulp fut ind mid 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπιούμενοι — καταπίνω gulp fut part mid masc nom/voc pl (attic epic doric) καταπῑούμενοι , καταπίνω gulp fut part mid masc nom/voc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπιόν — καταπίνω gulp aor part act masc voc sg καταπίνω gulp aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπιόντα — καταπίνω gulp aor part act neut nom/voc/acc pl καταπίνω gulp aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)