-
1 κατ-αριθμέω
κατ-αριθμέω, aufzählen, herzählen; κατηρίϑμηται Τρῳάδων ἄλλων μέτα Eur. Tr. 872; Plat. Soph. 226 e u. öfter; Isocr. 1, 11 u. Folgde. – Auch med., Plat. Phil. 27 c; so κατηρίϑμηται S. Emp. adv. log. 1, 281; τὴν πρᾶξιν ἐν ἀδικήματι, für eine Ungerechtigkeit halten, Pol. 5, 67, 5.
-
2 προς-κατ-αριθμέω
προς-κατ-αριθμέω, noch dazu zählen, Plut. Marcell. 30.
-
3 προ-κατ-αριθμέω
προ-κατ-αριθμέω, vorher aufzählen; Hierocl. bei Stob. Floril. 79, 53; διὰ τὰς προκατηριϑμημένας αἰτίας, S. Emp. adv. log. 1, 363.
-
4 συγ-κατ-αριθμέω
συγ-κατ-αριθμέω, mit dazu zählen, Arist. cat. 8, 38 u. Sp.
-
5 ἐγ-κατ-αριθμέω
ἐγ-κατ-αριθμέω, mit dazu zählen; Clem. Al.; τοῖς γυμνάσμασιν Hermogen. progymn. 10.
-
6 ἀριθμέω
+ V 7-13-2-13-2=37 Gn 14,14; 15,5; 16,10; 32,13; 41,49A: to number, to count Lv 23,15 P: to be numbered Gn 16,10*Gn 14,14 καὶ ἠρίθμησε and he counted, mustered-וידק (Sam. Pent.) for MT וירק and he led out?Cf. QUAST 1990, 230-252; WALTERS 1973, 104; →TWNT(→διἀριθμέω, ἐξἀριθμέω, κατ-, παρἀριθμέω, συνἀριθμέω,,) -
7 καταριθμέω
κατ-αριθμέω, aufzählen, herzählen; τὴν πρᾶξιν ἐν ἀδικήματι, für eine Ungerechtigkeit halten -
8 καταριθμεω
1) считать, сосчитыватьκ. εἰς τὰ δέκα Arst. — считать десятками
2) med. пересчитывать (по одиночке), перечислять(τὰς πράξεις τινός Isocr.; τὰς μάχας Plut.)
3) тж. med. причислять, относить(τινα μετά τινων Eur., Arst.; τινα ἔν τισι Plat.; κατηριθμημένος σὺν ἡμῖν NT.)
τὴ ἐν ἀδικήματι καταριθμεῖσθαι Polyb. — считать что-л. несправедливостью;εὐδαιμονέστατον καταριθμεῖσθαί τινα Plat. — считать кого-л. величайшим счастливцем -
9 ἐγκαταριθμέω
-
10 προκαταριθμέω
-
11 προςκαταριθμέω
-
12 συγκαταριθμέω
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский