-
21 котангесоида
η συνεφαπτομένη καμπύλη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > котангесоида
-
22 лекало
ο καμπυλογράφοςη καμπύληРусско-греческий словарь научных и технических терминов > лекало
-
23 лемниската
(плоская кривая) о λημνί-σκος (επίπεδη καμπύλη).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лемниската
-
24 логарифмика
η λογαριθμική, η λογαριθμική καμπύληРусско-греческий словарь научных и технических терминов > логарифмика
-
25 овал
η έλλειψη-кассини (линия) мат. η καμπύλη Κασίνι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > овал
-
26 парабола
мат. η παραβολή, η παραβολική καμπύλη- невесомости (ав.косм.) - έλλειψης βαρύτηταςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > парабола
-
27 поляра
ав. το πολικό διάγραμμα, η καμπύλη των πολικών συντεταγμένων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поляра
-
28 путь
1. (направление, маршрут) το δρομολόγιο, η πορείαМлечный - астр. о Γαλαξίας2. (расстояние) η απόστασηтормозной (авто) - πέδης/φρεναρίσματος3. (траектория) η καμπύλη τροχιάς, η τροχιά 4. (способ) το μέσο(ν), ο τρόπος 5. (место, по которому происходит передвижение, сообщение) о δρόμος, η οδός, το ταξίδι 6. (место для прохода, проезда) о πόρος, ο διάδρομος 7. (доступ куда-л., возможность проникнуть куда-л.) о τρόπος, το μέσον 8. (железнодорожная колея, линия) η σιδηροδρομική γραμμή 9. (передвижение куда-л.) το ταξίδι 10. (направление деятельности, развития чего-л.) η πορεία 11. (средство, способ достижения чего-л.) о δρόμος, ο τρόπος, η οδός 12. -и анат. τα όργαναдыхательные - αναπνευστικά -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > путь
-
29 синусоида
мат. η ημιτονοειδής καμπύλη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > синусоида
-
30 строфоида
мат. η στροφοειδής (καμπύλη)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > строфоида
-
31 тангенсоида
η εφαπτομένη καμπύληη γραφική παράσταση της συνάρτησηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > тангенсоида
-
32 таутохрона
мат. η ταυτόχρονος (καμπύλη).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > таутохрона
-
33 трактриса
мат. η έλκουσα καμπύλη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > трактриса
-
34 трохоида
мат. η τροχοειδής/κυκλοειδής καμπύλη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > трохоида
-
35 характеристика
1. (документ) η επιστολή 2. (описание, определение отличительных свойств) η περιγραφή, ο χαρακτηρισμός, το χαρακτηριστικόпадающая эл. - πτωτική -эксплуатационная - οι οδηγείες εκμετάλλευ-σης/λειτουργίας 3 (логарифма) мат. το χαρακτηριστικό (του λογαρίθμου)4. (характеристическая кривая) η χαρακτηριστική (καμπύλη).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > характеристика
-
36 циклоида
мат. η κυκλοειδής καμπύλη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > циклоида
-
37 циссоида
мат. η κισσοειδής (καμπύλη) του Διοκλέους.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > циссоида
-
38 восходящий
восход||ящийприч. и прил ἀνερχόμενος, ἀνοδικός, ἀνατέλλων, ἀνιών:\восходящийящее солнце ὁ ἀνατέλλων ήλιος· \восходящийящая кривая мат ἡ ἀνιοῦσα καμπύλη· по \восходящийящей линии (о родстве) ἡ ἀνιοῦσα συγγένεια· ◊ \восходящийя-щая звезда τό καινούριο ἀστέρι. -
39 горизонталь
горизонт||альЖ геод. ἡ ὁριζόντια (или ἡ ὁριζόντιος) γραμμή/ геогр. ἡ ίσοϋψής καμπύλη:по \горизонтальали ὁριζόντια, ὁριζοντίως. -
40 излучина
излучинаж ἡ καμπή, ἡ στροφή, ἡ καμπύλη:\излучина реки́ ἡ καμπή τοῦ ποτάμιου.
См. также в других словарях:
καμπύλη — crooked staff fem nom/voc sg (attic epic ionic) καμπύλος bent fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπύλῃ — καμπύλη crooked staff fem dat sg (attic epic ionic) καμπύλος bent fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπύλη — Ο όρος χρησιμοποιείται ως συνώνυμος του όρου γραμμή και όχι ως προσδιοριστικό του είδους της γραμμής που μελετάται. Κ. νοείται το σύνολο των θέσεων ενός σημείου που κινείται μέσα στον χώρο. Ειδικότερα, μια κ. μπορεί να είναι ευθεία είτε όχι,… … Dictionary of Greek
καμπύλη — η ενν. η λ. γραμμή θηλ. του επιθ. καμπύλος ως ουσ., η γραμμή που μεταβάλλει διεύθυνση χωρίς να σχηματίζει πουθενά γωνία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κισσοειδής καμπύλη — Καμπύλη του επιπέδου γνωστή στην αρχαιότητα. Όπως αναφέρει ο Ευτόκιος στο βιβλίο του Περί Πυρείων, η κ.κ. οφείλεται στον Διοκλή (περ. 180 π.Χ.), γι’ αυτό και είναι γνωστή με την ονομασία κισσοειδής του Διοκλέους. Η κ.κ. χρησιμοποιήθηκε από τον… … Dictionary of Greek
ισανώμαλη καμπύλη — Καμπύλη γραμμή που συνδέει πάνω στον χάρτη όλους τους τόπους που παρουσιάζουν συνήθως την ίδια θερμική ανωμαλία, δηλαδή την απομάκρυνση της μέσης θερμοκρασίας καθενός από αυτούς τους τόπους από την κανονική θερμοκρασία του αντίστοιχου κύκλου… … Dictionary of Greek
αλυσοειδής καμπύλη — Ονομάζεται έτσι η καμπύλη του επιπέδου με σχήμα της αυτό που παίρνει ένα ομοιογενές, ευλύγιστο και ανέκτατο νήμα, που κρέμεται ελεύθερα στο πεδίο της βαρύτητας από τα δύο του άκρα (φυσικά, τα σημεία στήριξης των άκρων του έχουν απόσταση μικρότερη … Dictionary of Greek
αλγεβρική καμπύλη — Βλ. λ. καμπύλη … Dictionary of Greek
εφαπτομενοειδής καμπύλη — Η γραφική παράσταση της συνάρτησης ψ = εφχ (βλ. λ. εφαπτομένη) σε ένα σύστημα ορθογώνιων καρτεσιανών συντεταγμένων. Η ε.κ. αποτελείται από άπειρες ξεχωριστές όμοιες καμπύλες, οι οποίες λαμβάνονται η μία από την άλλη με παράλληλη μετατόπιση προς… … Dictionary of Greek
κυκλοειδής — Καμπύλη που γράφεται από σημείο κείμενο σε περιφέρεια κύκλου, όταν η περιφέρεια μετακινείται, χωρίς να ολισθαίνει, πάνω σε ευθεία· κάθε καμπύλη του επιπέδου που παράγεται ως εξής: έστω σε ένα επίπεδο Ε μια καμπύλη Γ, ένας κύκλος του Κ εφαπτόμενος … Dictionary of Greek
ισόθερμος — Καμπύλη που συνδέει τα σημεία της Γης όπου οι μεταβολές της θερμοκρασίας του αέρα είναι οι ίδιες σε ορισμένη χρονική στιγμή. * * * η, ο, θηλ. και ος 1. αυτός που έχει την ίδια θερμοκρασία με κάποιον άλλο 2. φυσ. (για μετατροπή καταστάσεων) αυτή… … Dictionary of Greek