-
1 καθυστερημένος
[квтистерименос] επ. утсающийΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καθυστερημένος
-
2 отсталый
καθυστερημένος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отсталый
-
3 отставать
отстава||тьнесов1. прям.,перен (оставаться позади) μένω πίσω, καθυστερώ, ὑστερώ:не \отставатьть от кого-л. прям., перен μένω πίσω, καθυστερώ· \отставатьть от поезда χάνω τό τραίνο· \отставатьть в выполнении пла́на καθυστερώ στήν ἐκπλήρωση τοῦ πλάνου·2. перен καθυστερώ, εἶμαι καθυστερημένος:\отставатьть в учебе εἶμαι καθυστερημένος στά μαθήματα· \отставатьть в развитии εἶμαι καθυστερημένος στήν ἀνάπτυξη μου· \отставатьть от жизни μένω πίσω ἀπό τήν ζωή·3. (отделяться, отваливаться) ἀποκολλῶμαι, ἀποσπῶμαι, ξεκολ-νῶ:обои отстают ὁ£ ταπετσαρίες ξεκολ-λοῦν4. (о часах) πηγαίνω πίσω·5. (отвыкать) уст. ξεσυνηθίζω, ἐγκαταλείπω:\отставатьть от привычек ξεσυνηθίζω, κόβω τίς συνήθειες μου·6. (переставать надоедать) разг ἀφήνω· ήσυχο, παρατῶ: -
4 отстающий
отста́||ющий1. прич. от отставать·2. прил ὑστερών, καθυστερημένος:\отстающийющий участок работы ὁ καθυστερημένος τομέας τής δου-λειᾶς·3. м (об ученике) ὁ καθυστερημένος μαθητής. -
5 отсталый
1. επ. κ. ουσ. παλ. καθυστερημένος, αργοπορημένος, βραδυπορών.2. επ. κ. ουσ. πισωδρομικός, καθυστερημένος•-ая техника καθυστερημένη τεχνική•
-ая страна καθυστερημένη χώρα•
отсталый человек καθυστερημένος άνθρωπος;
-
6 отсталый
-
7 просроченный
-
8 примитивный
επ., βρ: -вен, -вна, -вно.1. αρχικός, αρχέγονος, αρχέτυπος, πρωτόγονος.2. απλός απαρχαιωμένος, αρχαϊκός, υπανάπτυ-χτος, καθυστερημένος. || επιφανειακός, άβαθος, επιπόλαιος, ρηχός, απλός.3. απολίτιστος, καθυστερημένος, ασυγχρόνιστος, αναχρονιστικός. -
9 зарплата
(заработная плата) о μισθ/ός·выштачивать - у πληρώνω το - о, замораживать - у παγώνω το - о, минимум - ы ελάχιστος -рост - ы άνοδος/αύξηση του - ούподённая - ημερήσιος -, το μεροκάματοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > зарплата
-
10 недоразвитый
ατροφικόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > недоразвитый
-
11 слабоумие
(умственная неполноценность) η διανοητική καθυστέρηση/ανεπάρκεια, -ный διανοητικόςκαθυστερημένοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > слабоумие
-
12 запоздалый
запозда||лыйприл καθυστερημένος, ἀργοπορημένος:\запоздалыйлое развитие ἡ καθυστερημένη ἀνάπτυξη· \запоздалыйлая помощь ἡ ἀργοπορημένη (или ἡ καθυστερημένη) βοήθεια. -
13 малоразвитый
малоразвит||ыйприл1. (физически) ἀτροφικός·2. (о промышленности и т. п.) καθυστερημένος:\малоразвитыйые страны οἱ ὑποαναπτυγμένες χῶρες, οἱ ὑποανάπτυκτες χῶρες, οἱ καθυστερημένες χῶρες·3. (не-достатсчно образованный) ἀμόρφωτος. -
14 недоразвитый
недоразвит||ыйприл ἀτροφικός / καθυστερημένος (умственно). -
15 неразвитой
неразвитойприл μή ἀνεπτυγμένος, ἀδύνατος, ἀτροφικός / καθυστερημένος, ἀμόρφωτος (о человеке). -
16 опоздавший
опозда||вший1. прич. от опоздать·2. м ὁ ἀργοπορημένος, ὁ καθυστερημένος. -
17 отсталый
отста́л||ыйприл (об уровне развития) καθυστερημένος, ὁπισθοδρομικός:\отсталыйые стра́ны οἱ καθυστερημένες χῶρες. -
18 плестись
плестисьнесов разг σέρνομαι, σέρνω τά πόδια μου:\плестись в хвосте а) σέρνομαι στήν οὐρά, б) перен μένω πίσω, εἶμαι καθυστερημένος. -
19 поздний
поздн||ийприл ἀργοπορημένος / καθυστερημένος (запоздалый):\позднийей ночью ἀρ-γά τή νύχτα· самое \позднийее τό ἀργότερο. -
20 запоздалый
[ζαπαζντάλυΐ/] επ. καθυστερημένος
См. также в других словарях:
καθυστερημένος — η, ο 1. ασυγχρόνιστος, μη φιλοπρόοδος, οπισθοδρομικός: Ορισμένοι άνθρωποι είναι πολύ καθυστερημένοι. 2. αργοπορημένος: Πάλι καθυστερημένος έρχεσαι στο σχολείο σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καθυστερημένος — η, ο βλ. καθυστερώ … Dictionary of Greek
Βενεζουέλα — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Στα Β βρέχεται από την Καραϊβική θάλασσα και από τον Ατλαντικό ωκεανό, Δ συνορεύει με την Κολομβία, Ν με τη Βραζιλία και Α με τη Γουιάνα.Η Β. έχει καλά καθορισμένα σύνορα. Μόνο τα σύνορα με τη Γουιάνα αμφισβητούνται από … Dictionary of Greek
καθυστερώ — καθυστερώ, καθυστέρησα, καθυστερημένος βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: καθυστερώ : η μτχ. καθυστερημένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο → αυτός που ήρθε ή έγινε με καθυστέρηση ή διακρίνεται για καθυστέρηση. Η παθητική φωνή είναι σπάνια, εκτός από τη… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανέγκαιρος — (I) η, ο 1. πρόσφατος 2. αχρησιμοποίητος, καινούργιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + έγκαιρος]. (II) η, ο [έγκαιρος] 1. αυτός που δεν έγινε έγκαιρα 2. αυτός που άργησε να φθάσει, καθυστερημένος … Dictionary of Greek
αρχέγονος — η, ο (AM ἀρχέγονος, ον) 1. ο παλαιός, ο αρχαίος, ο πρώτος του γένους 2. ο πρωταρχικός νεοελλ. ο πρωτόγονος ή ο καθυστερημένος … Dictionary of Greek
καθυστερώ — (AM καθυστερῶ, έω) 1. μένω πίσω, υστερώ, υπολείπομαι σε κάτι (α. «καθυστερεί στα μαθηματικά» β. «περὶ τἆλλα πάντα καθυστερῶν καὶ τῆ φύσει καὶ τῆ κατασκευῆ», Πολ.) 2. αργώ να φθάσω κάπου, αργοπορώ (α. «το πλοίο καθυστερεί» β. «οὗτος μὲν ὑπελείπετο … Dictionary of Greek
κουμπούρα — η 1. βραχύκαννο πυροβόλο όπλο, πιστόλα 2. άνθρωπος καθυστερημένος, παλαιών αντιλήψεων και αμόρφωτος, μπουμπούνας 3. κακός μαθητής, μαθητής συνεχώς αδιάβαστος 4. φρ. «τό έσκασε κουμπούρα» α) έφυγε κρυφά β) δεν πλήρωσε το χρέος του. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
κουμπούρας — ο [κουμπούρα] 1. αμόρφωτος και καθυστερημένος άνθρωπος 2. κακός μαθητής … Dictionary of Greek
κουτάβι — το (Μ κουτάβι[ν]) 1. το νεογνό τού σκύλου 2. (κατ επέκτ.) το νεογνό λύκου ή αλεπούς νεοελλ. 1. άνθρωπος πνευματικά καθυστερημένος ή αμόρφωτος ή άβγαλτος, απονήρευτος, άπειρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < αρχ. κοττάβιον (υποκορ. τού… … Dictionary of Greek
μεσαιωνικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μεσαίωνα («μεσαιωνική ιστορία») 2. (για άποψη, αντίληψη, σκέψη) καθυστερημένος, οπισθοδρομικός («μεσαιωνική νοοτροπία») 3. φρ. «μεσαιωνικοί χρόνοι» ο μεσαίωνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσαίων (μεσαίωνας). Η λ.… … Dictionary of Greek