-
1 κέντημα
-
2 κεντημα
-
3 κέντημα
κέντημαpoint: neut nom /voc /acc sg -
4 κέντημα
κέντημα, τό, der Stachel, die Spitze; vom Schwerte -
5 κέντημα
τό1) вышивание; 2) вышивка; 3) укалывание; 4) укол; укус (насекомого и т. п.); 5) перен. укол; колкое замечание, колкость; 6) перен. побуждение, импульс, толчок -
6 κέντημα
[кэндима] ουσ. о. вышивка.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κέντημα
-
7 κέντημα
[кэндима] ουσ ο вышивка. -
8 κέντημα
2 prick, dot in a cipher, Aen.Tact.31.30 (pl.).II wound inflicted, sting,κ. γλώσσης A.Fr. 169
; of poisonous bites, Philum.Ven. 27.2, al.: in pl., punishment, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κέντημα
-
9 κέντημα
nakış, işleme -
10 κέντημα
haftowanie (n) rzecz. -
11 κέντημα
prickΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κέντημα
-
12 προ-κέντημα
προ-κέντημα, τό, das Vorherabstecken eines Baues auf dem Bauplatz od. Papier, Abriß, Sp., Nicom. arithm. 1, 4; – προχάραγμα, Zurüstung zum Bau, εἰς τὰς ἀρχὰς καὶ τὰ προκεντήματα δαπανᾶν, Sext. Emp. adv. log. 1, 107.
-
13 παρα-κέντημα
παρα-κέντημα, τό, der Stich daneben, Eust.
-
14 κατα-κέντημα
κατα-κέντημα, τό, das Durchstochene, Loch, Plat. Tim. 76 b.
-
15 haftowanie
κέντημα -
16 κεντημάτων
κέντημαpoint: neut gen pl -
17 κεντήμασι
κέντημαpoint: neut dat pl -
18 κεντήμασιν
κέντημαpoint: neut dat pl -
19 κεντήματα
κέντημαpoint: neut nom /voc /acc pl -
20 κεντήματι
κέντημαpoint: neut dat sg
См. также в других словарях:
κέντημα — point neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέντημα — Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που… … Dictionary of Greek
κέντημα — το, ατος 1. κέντηση με αιχμηρό όργανο: Τον πόνεσε το κέντημα της καρφίτσας. 2. η διαποίκιλση υφάσματος με βελόνα και νήμα ή το εργόχειρο: Ασχολείται με το κέντημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κεντημάτων — κέντημα point neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντήμασι — κέντημα point neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντήμασιν — κέντημα point neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντήματα — κέντημα point neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντήματι — κέντημα point neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντήματος — κέντημα point neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο Μπενάκη — Το Μ.Μ. μετά από εργασίες που διήρκεσαν επτά περίπου χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 7 Iουνίου 2000. Tο στεγασμένο σε ένα από τα επιβλητικότερα νεοκλασικά κτίρια της Aθήνας (Κουμπάρη 1) μουσείο ιδρύθηκε από τον ευπατρίδη Aντώνη… … Dictionary of Greek
Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… … Dictionary of Greek