-
41 укол
уколмч1. τό τσίμπημα, τό κέντημα, ὁ νυγμός, τό σούβλισμα2. мед. ἡ ἔνεση[-ιςί \уколоть сов1. τσιμπώ, κεντώ, κεντρίζω, σουβλίζω:\уколоть руку игло́й τρυπώ τό χέρι μέ τό βελόνι·2. перен κεντώ:\уколоть чье-л. самолюбие κεντώ τή φιλοτιμία κάποιου. -
42 αλυσοειδής
ης, ες похожий на цепь, цепочку;§ αλυσοειδής αντίδραση физ., хим. — цепная реакция
-
43 κεντησιά
-
44 κέντισμα
το см. κέντημα 4 -
45 κοφτός
η, ό1) нарезанный, разрезанный; 2) дорезанный (о руке и т. п.); срезанный (о цветке);§ κοφτό κέντημα — ажурная вышивка;
κοφτές βεντούζες мед. — кровососные банки
-
46 πλακωτός
-
47 centimalis fistula
centimālis fistula (cent. v. κέντημα), ein chirurg. Instrument, der Trokar (franz. trois quarts), Veget. mul. 2, 15, 4 u.a.Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > centimalis fistula
-
48 embroidery
noun Embroidery is one of her hobbies; What a beautiful piece of embroidery!) κέντημα -
49 needlework
noun (work done with a needle ie sewing, embroidery etc.) κέντημα,εργόχειρο,ράψιμο -
50 вышивание
[βυσυβάνιιε] ουσ. ο. κέντημα -
51 вышивание
[βυσυβάνιιε] ουσ ο κέντημα -
52 ажур
-
53 вышивание
-я ουδ.κέντημα, -σμα. -
54 мерёжка
-
55 настил
-а α.1. στρώση, στρώσιμο• επίστρωμα στρώμα•настил сна στρώμα σανού•
дощатый σανίδώμα•
настил моста επίστρωμα γέφυρας.
2. κέντημα πυκνό. -
56 ручной
επ.1. του χεριού•-ые часы ωρολόγι του χεριού•
-ые пальцы τα δάχτυλα του χεριού•
-ые кандалы οι χειροπέδες•
-ые мышцы μυώνες των χεριών.
2. χειροκίνητος•-ая телега χειράμαξα•
-ая швейная машина ραφτο-μηχανή του χεριού•
ручной тормоз το χειρόφρενο•
-ая мельница ο χερόμυλος.
3. χειροποίητος--ая работа χειροποίητη εργασία, δουλειά του χεριού•-ая вышивка κέντημα του χεριού.
4. υποχείριος, εξημερωμένος (για ζώα).εκφρ.- ая продажа – α) πώληση φαρμάκων χωρίς συνταγή, β) πώληση πραγμάτων στο χέρι. -
57 κατακέντημα
κατα-κέντημα, τό, das Durchstochene, Loch -
58 παρακέντημα
παρα-κέντημα, τό, der Stich daneben -
59 προκέντημα
προ-κέντημα, τό, das Vorherabstecken eines Baues auf dem Bauplatz od. Papier, Abriß; προχάραγμα, Zurüstung zum Bau -
60 κεντέω
Grammatical information: v.Meaning: `sting' (Pi.).Other forms: aor. κένσαι (Ψ 337), κεντῆσαι (Hp., κέντᾱσα Theoc. 19, 1), pass. κεντηθῆναι (Arist.) with κεντηθήσομαι (Hdt.), κεντήσω (S.), κεκέντημαι (Hp.),Derivatives: 1. κένσαι for *κέντ-σαι (Schwyzer 287) points to κεντ- (present or aorist?; s. below) of which the dental before dental gave κεσ-. Thus κεσ-τός (\< *κεντ-τός) `stitched' (ep.; Ammann Μνήμης χάριν 1, 17); κέσ-τρον `pointed iron ' (Plin.) with κεστρωτός and κέστρωσις (H.; *κεστρόω), κέσ-τρος `kind of arrow etc.' (Plb., D. H., H.) with dimin. κεστρίον (Attica) and κέστρειον `stock of arrows (?)' (Delos IIIa); κέσ-τρα f. `sharp hammer, arrow' (S., Ph. Bel., Hero), also a fishname = σφύραινα (Ar.; after te form of the body, Strömberg Fischnamen 35); here κεστρεύς `mullet' (IA.; Bosshardt Die Nom. auf - ευς 51) and κεστρῖνος, - ινίσκος `id.' (Com.). - 2. Through reshaping after κεντ-έω (not with ρο-suffix as Fraenkel KZ 42, 118 n. 1) rose κέντρον `sting', as geometrical term. techn. `resting bone of a compass, center of a cirkel' (Il.), with many compounds and derivv., e. g. κεντρ-ηνεκής `driven by the sting' (Il.; cf. with diff. function δουρ-, ποδ-ηνεκής); subst. κέντρων s. v.; adj. like κεντρικός, κεντρώδης, κεντρήεις; fish- and plant names as κεντρίνης, κεντρίσκος, κεντρίτης (Strömberg Fischnamen 47, Redard Les noms grecs en - της 83, 111); denomin. verbs κεντρόω `with a sting, sting' (IA), κεντρίζω `sting' (X.); from κέντρον as backformation κέντωρ m. `goader, driver' (Il., AP; Fraenkel Glotta 2, 32). - 3. From κεντέω ( κεντῆ-σαι, - σω): κέντημα `the sting, the mosaic' (Arist., inscr. Smyrna [Rom. Emp.]), κεντητής `mosaic-worker' ( Edict. Diocl.), κεντητήριον `picker' (Luc.), κεντητικός `stingy' (Thphr.), κεντητός `stitched, with mosaic' (Epikt., pap.). - 4. With old ablaut κοντός m. "the stinger", `pole, crutch, staf to drive on cattle' (ι 487; LW [loanword] Lat. contus with percontor) with κοντά-κιον, - άριον, - ίλος, - ωτός a. o.; here κοντός `short' (Adam.) from κοντο-μάχος, - βόλος, - βολέω, where κοντός was taken as `short'; thus in κοντο-πορεία (Plb.), s. Hatzidakis Festschrift Kretschmer 35ff.Origin: IE [Indo-European] [567] *ḱent- `sting'Etymology: To the sigmatic aorist κένσαι \< *κέντ-σαι was after unknown example a present κεντ-έω created (cf. Schwyzer 706), to which came κεντῆ-σαι, κεντή-σω etc. - Other languages have only isolated nominal formations: OHG hantag `pointed', deriv. from PGm. * handa- (formally = κοντός), Latv. sīts `hunting spear' (= Lith. *šiñtas \< IE. *ḱentos- n.?), and some Celtic words, e. g. Bret. kentr `spur', Welsh cethr `nail', but these are all prob. loans from Lat. centrum. - See W.-Hofmann 2, 423, Pok. 567.Page in Frisk: 1,820-821Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κεντέω
См. также в других словарях:
κέντημα — point neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέντημα — Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που… … Dictionary of Greek
κέντημα — το, ατος 1. κέντηση με αιχμηρό όργανο: Τον πόνεσε το κέντημα της καρφίτσας. 2. η διαποίκιλση υφάσματος με βελόνα και νήμα ή το εργόχειρο: Ασχολείται με το κέντημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κεντημάτων — κέντημα point neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντήμασι — κέντημα point neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντήμασιν — κέντημα point neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντήματα — κέντημα point neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντήματι — κέντημα point neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντήματος — κέντημα point neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο Μπενάκη — Το Μ.Μ. μετά από εργασίες που διήρκεσαν επτά περίπου χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 7 Iουνίου 2000. Tο στεγασμένο σε ένα από τα επιβλητικότερα νεοκλασικά κτίρια της Aθήνας (Κουμπάρη 1) μουσείο ιδρύθηκε από τον ευπατρίδη Aντώνη… … Dictionary of Greek
Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… … Dictionary of Greek