-
1 στασίδι
στασίδι τοстасидия – сидение для монахов и мирян в греческих монастырях. Стасидии обыкновенно располагаются вдоль стен храмов -
2 στασίδι(ον)
το церковная скамья -
3 στασίδι(ον)
το церковная скамья -
4 στασίδι
[стасиди] ουσ. о. церковная скамья,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > στασίδι
-
5 στασίδι
[стасиди] ουσ ο церковная скамья. -
6 κάθισμα
κάθισμα το1) седален – наименование, противоположное акафисту, обозначает песнопение, во время которого верующим позволялось садиться и слушать сидя то или другое чтение. Седалены положены после кафизм на утрени, после полиелея, после 3-й песни канона «перед чтением»;2) кафизма – часть псалтири, содержащая некоторое количество псалмов следующих в арифметическом порядке;3) небольшая монашеская келья;4) стасидия, см. στασίδιЭтим.< καθίζω < καθ- + ίζω < ίζημα < ίζω «сидеть» < инд. sed «сидеть, находиться», сравните с санскр. sidati, лат. sedeo, рус. сидеть
См. также в других словарях:
στασίδι — Ξύλινο ψηλό κάθισμα που βρίσκεται στους ορθόδοξους ναούς. Τα σ. είναι τοποθετημένα συνήθως κατά μήκος των τοίχων των ναών και μερικές φορές κοντά στο δεσποτικό θρόνο ή απέναντι από αυτόν. Χρησιμοποιούνται από τους εκκλησιαζόμενους για να… … Dictionary of Greek
στασίδι — το στενόμακρο κάθισμα στην εκκλησία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… … Dictionary of Greek
Δούκας, Λουκάς — (Αθήνα 1890 – 1925). Γλύπτης. Σπούδασε στην Αθήνα και μετεκπαιδεύτηκε στο Παρίσι και σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις. Τιμήθηκε με εύφημο μνεία στο Σαλόν του Παρισιού το 1923 για το έργο του Σάτυρος. Μεταξύ των έργων του διακρίνονται τα εξής: Κάιν,… … Dictionary of Greek