-
1 ικανός
[иканос] εκ. способный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ικανός
-
2 способный
способный ικανός, επιδέξιος; \способный κ чему-л. ικανός για κάτι* * *ικανός, επιδέξιοςспосо́бный к чему́-л. — ικανός για κάτι
-
3 способный
επ., βρ: -бен, -бна, -бно.1. ικανός, άξιος• επιτήδειος•способный к труду ικανός για δουλειά•
он на всё -бен αυτός είναι ικανός για όλα•
он -бен к военной службе αυτός είναι ικανός για το στρατό•
способный мальчик παιδάκι με ικανότητες.
2. κατάλληλος, βολικός, πρόσφορος. -
4 трудоспособностьый
трудоспособность||ыйприл ίκανός γιά ἐργασία, ἰκανός γιά δουλειά:\трудоспособностьыйое население οἱ ίκανός γιά ἐργασία. -
5 трудоспособный
-
6 умелый
-
7 годный
годн||ыйприл καλός, κατάλληλος (πρός, διά)/ Ικανός (способный)/ ἔγκυρος, ἰσχύων (о билете и т. п.):\годныйый к военной слу́жбе Ικανός γιά τό στρατό, στρατεύσιμος· \годныйый Для питья πόσιμος· ни на что не \годныйый δέν εἶναι ἀξιος γιά τίποτε, δέν κάνει γιά τίποτε. -
8 работоспособностьый
работоспособность||ыйприл ἰκανός γιά δουλειά, ίκανός προς ἐργασίαν. -
9 способный
способныйприл1. (одаренный) προικισμένος, Ικανός:\способный у́чени́к μαθητής μέ πολλές Ικανότητες·2. (на что-л.) Ικανός:он способен на все ἀπ' αὐτόν ὅλα νά τά περιμένεις. -
10 годный
επ., βρ: годен, -дна, -дно, πλθ. годны κ. годны χρήσιμος, κατάλληλος, χρησιμοποιήσιμος• ικανός•семена -ые для посева σπόροι κατάλληλοι για σπορά•
вода -ая для питья νερό πόσιμο•
годен к строевой службе ικανός για το στρατό, μάχημος•
ни на что не годный για τίποτε δεν κάνει, είναι άχρηστος.
-
11 горазд
-а, -о, επ.με σημ. κατηγ. (απλ.) ικανός, επιδέξιος, επιτήδειος•он на все горазд είναι ικανός για όλα•
кто во что горазд ο καθέναο όπως μπορεί, όπως ο ίδιος νομίζει.
-
12 распорядительный
επ., βρ: -лен, -льна, -оικανός σε διαχειριστικά ζητήματα• δραστήριος•распорядительный человек άνθρωπος ικανός για κουμάντο.
-
13 строй
строя, προθτ. о строе, в строю, πλθ. строи, -ев κ. строй-θβ α.1. (στρατ.) σύνταξη. || τμήμα συνταγμένο. •τμήμα μάχιμο.2. σειρά, στοίχος, γραμμή (αντικειμένων).3. διάρθρωση, συγκρότηση, σύνθεση•метрический -стиха μετρική σύνθεση στίχου.
|| χαρακτήρας, τρόπος•строй мышления τρόπος της σκέψης.
|| το καθεστώς, το κοινωνικό σύστημα μιας χώρας•самодержавный строй το απολυταρχικό καθεστώς•
феодальный строй το φεουδαρχικό καθεστώς•
буржуазный строй αστικό καθεστώς•
социалистический, строй σοσιαλιστικό καθεστώς•
5. κούρντισμα, εναρμόνιση.εκφρ.вести в строй – κρίνω ικανόν για εργασία ή μάχιμο•встать (поступить, войти, стать) в строй – είμαι, γίνομαι ικανός για εργασία ή μάχιμος•остаться в -ю – μένω στις γραμμές, είμαι ακόμα ικανός για δουλειά ή για στρατό)•вывести из строя – α) βγάζω ανίκανο ή άχρηστο, β) χαλνώ, αχρηστεύω•выйти (выбить) из строя – αχρηστεύομαι. -
14 трудоспособный
επ., βρ: -бен, -бна, -бноικανός για εργασία•-ая часть населения το ικανό μέρος του πληθυσμού για εργασία.
|| ουσ. трудоспособный, -ая ο ικανός, η ικανή για δουλειά. -
15 годность
η ικανότητα, η καταλληλότητα, η χρησιμότητα-ый ικανός, κατάλληλοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > годность
-
16 пригодный
1. (полезный) χρήσιμος 2. (соответствующий требованиям) ικανός, κατάλληλος 3. (уместный) εφαρμόσιμος, κατάλληλος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пригодный
-
17 способный
1. (обладающий какой-л. способностью, могущий или умеющий делать что-л.) ικανός 2. (даровитый, одарённый) με (πολλές) ικανότητεςπροικισμένοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > способный
-
18 боеспособный
боеспособн||ыйприл μάχιμος, ἰκανός γιά μάχη. -
19 дельный
дельн||ыйприл πρακτικός, πραχτικός, θετικός, σοβαρός (толковый)/ ίκανός, ἐπιδέξιος, τῆς δουλειάς (способный, умелый):\дельный человек θετικός ἀνθρωπος· \дельныйая мысль ἡ πρακτική (или ἡ γόνιμη) ίδέα. -
20 искусный
иску́сн||ыйприл ἐπιδέξιος, Ικανός (о человеке)/ φτιαγμένος μέ τέχνη (о работе и т. п.).
См. также в других словарях:
ἱκανός — sufficing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ικανός — ή, ό (ΑΜ ικανός, ή, όν) 1. αυτός που έχει την επιδεξιότητα να κάνει κάτι, επιδέξιος 2. αυτός που έχει τη δύναμη να κάνει κάτι 3. (για πράγματα, καταστάσεις ή χρόνο) επαρκής, πολύς, ικανοποιητικός («έκτοτε διέρρευσε ικανός χρόνος») 4. (με κακή σημ … Dictionary of Greek
ικανός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που μπορεί να κάνει κάτι, επιδέξιος, κατάλληλος: Ικανός για κάθε δουλειά. – Δεν είναι ικανός να αναλάβει αυτό το έργο. – Ικανός κυνηγός. 2. κατάλλληλος για στράτευση: Κρίθηκε ικανός πρώτης κατηγορίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἱκανά — ἱκανός sufficing neut nom/voc/acc pl ἱκανά̱ , ἱκανός sufficing fem nom/voc/acc dual ἱκανά̱ , ἱκανός sufficing fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκανώτερον — ἱκανός sufficing adverbial comp ἱκανός sufficing masc acc comp sg ἱκανός sufficing neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκανωτάτω — ἱκανός sufficing masc/neut nom/voc/acc superl dual ἱκανός sufficing masc/neut gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκανωτάτων — ἱκανός sufficing fem gen superl pl ἱκανός sufficing masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκανῶν — ἱκανός sufficing fem gen pl ἱκανός sufficing masc/neut gen pl ἱκανόω make sufficient pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἱκανόω make sufficient pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἱκανόω make sufficient pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκανόν — ἱκανός sufficing masc acc sg ἱκανός sufficing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκανώτατα — ἱκανός sufficing adverbial superl ἱκανός sufficing neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκανώτατον — ἱκανός sufficing masc acc superl sg ἱκανός sufficing neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)