Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ικανός

  • 41 искусный

    επ., βρ: -сен, -сна, -сно.
    1. επιδέξιος, ικανός, έμπειρος, διαβολεμένος•

    искусный врач γιατρός με τα όλα του (λαμπρός).

    2. περίτεχνος, έντεχνος, μαστορικός, αριστοτεχνικός.

    Большой русско-греческий словарь > искусный

  • 42 испытанный

    επ. από μτχ.
    δοκιμασμένος, άξιος, ικανός• πιστός•

    -ые войска δοκιμασμένα στρατεύματα•

    испытанный друг πιστός (δοκιμασμένος) φίλος.

    Большой русско-греческий словарь > испытанный

  • 43 конченый

    επ.
    τελειωμένος•

    дело -ое ηυπό-θεση τέλειωσε•

    конченый человек άνθρωπος που τό φάγε το ψωμί του (δεν είναι ικανός πια για τίποτε).

    Большой русско-греческий словарь > конченый

  • 44 летучий

    -ая, -ее
    επ., βρ: -туч, -а, -е.
    1. ιπτάμενος, πετάμενος. || ικανός για πτήση. || γρήγορος• ασταθής, μη μόνιμος.
    2. μτφ. φευγαλέος, παροδικός, διαβατικός, περαστικός, πρόσκαιρος.
    3. πεταχτός, γρήγορος, που γίνεται στα πεταχτά, στα γρήγορα (για συνέλευση, συλλαλητήριο κ.τ.τ.).
    4. πτητικός•

    -ие эфирные масла πτητικά αιθέρια έλαια.

    εκφρ.
    - ая мышь – α) νυχτερίδα, β) φορητή λάμπα πετρελαίου•
    - ая почта – προσωρινό ταχυδρομείο (άμεσων αναγκών)•
    - ая рыба – εξώκοιτος (ψάρι).

    Большой русско-греческий словарь > летучий

  • 45 ловкий

    επ., βρ: ловок, ловка, ловко; ловче κ. ловчее.
    1. επιδέξιος, επιτήδειος, σβέλτος•

    -ое движение επιδέξια κίνηση•

    ловкий танцор σβέλτος χορευτής.

    2. ικανός, καπάτσος, καταφερτζής.
    3. πρόσφορος, άνετος•

    -ое седло βολική σέλα.

    || πονηρός, δόλιος, πανούργος.

    Большой русско-греческий словарь > ловкий

  • 46 малоспособный

    επ., βρ: -бен, -бна, -оно; λίγο ικανός, μικρών ικανοτήτων.

    Большой русско-греческий словарь > малоспособный

  • 47 наименее

    επίρ.
    λιγότερο, πιο λίγο•

    это мне наименее нравится αυτό μου αρέσει λιγότερο•

    наименее удачный способ ο λιγότερο τελεσφόρος τρόπος•

    наименее выгодно λιγότερο επικερδής.

    || μαζί με επ. σχηματίζει υπερθετικό βαθμό ο λιγότερο, ο ελάχιστα•

    наименее способный ученик ο λιγότερο ικανός μαθητής (ο πιο ανίκανος).

    Большой русско-греческий словарь > наименее

  • 48 носить

    ношу, носишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ношенный
    -шен, -а, -о
    ρ.δ.μ.
    1. βλ. нести (1 σημ.).
    2. είμαι έγγυα.
    3. φέρω, φορώ•

    носить оччки φορώ ματαγυάλια•

    носить траур; носить чрное πενθώ, φέρω πένθος, πενθοφορώ, μαυροφορώ•

    кольцо φέρω φαχτυλίδι.

    || έχω•

    носить бороду φέρω γένια (γενειάδα)•

    носить усы έχω μουστάκια•

    бакенбарды φέρω φαβορίτες.

    4. ονομάζομαι•

    носить фамилию мужа φέρω το επώνυμο του συζύγου.

    || (για βαθμό, τίτλο κ.τ.τ.)• κατέχω•

    он -ит звание генерала αυτός φέρει το βαθμό του στρατηγού.

    5. ασθμαίνω, πνευστιώ, κοντανασαίνω.
    6. χαρακτηρίζομαι μαρτυρώ• έχω τη μορφή.
    εκφρ.
    способный носить оружие – ικανός να φέρει όπλο (μάχιμος)•
    высоко (гордо) носить головуβλ. στο ρ. нести• носить на руких кого κρατώ στα χέρια κάποιον (προσέχω πάρα πολύ)•
    едва (ле, насилуκ.τ.τ.) ноги -сит μόλις (και μετά βίας) σέρνει τα πόδια του.
    1. βλ. нестись (1 σημ.).
    2. φοριέμαι.
    3. τραβιέμαι, ασχολούμαι πολύ, καταγίνομαι.
    4. μεταφέρομαι, μετακομίζομαι, κουβαλιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > носить

  • 49 оборотливый

    επ., βρ: -лив, -а, -о, επιτήδειος, καπάτσος, ικανός, καταφερτζής.

    Большой русско-греческий словарь > оборотливый

  • 50 платёжеспособный

    επ., βρ: -бен, -бна, -бно
    ικανός (δυνάμενος) να πληρώσει, φερέγγυος ή αξιόχρεος.

    Большой русско-греческий словарь > платёжеспособный

  • 51 повадливый

    επ., βρ: -лив, -а, -о
    ικανός, με κλίση, με τάση.

    Большой русско-греческий словарь > повадливый

  • 52 политикан

    α. (περιφρ.) πολιτικάντης. || άνθρωπος ικανός, καπάτσος.

    Большой русско-греческий словарь > политикан

  • 53 правоспособный

    επ.
    ικανός να έχει δικαιώματα και υποχρεώσεις.

    Большой русско-греческий словарь > правоспособный

  • 54 работоспособный

    επ., βρ: -бен, -бна, -о; ικανός για εργασία. || αποδοτικός.

    Большой русско-греческий словарь > работоспособный

  • 55 умелый

    επ.
    ικανός, επιδέξιος• επιτήδειος-άξιος• προκομμένος•

    умелый работик επιδέξιος εργάτης•

    -ая хозяйка άξια νοικοκυρά•

    -ые руки τα προκομμένα χέρια.

    Большой русско-греческий словарь > умелый

  • 56 успешный

    επ., βρ: -шен, -шна, -шно
    επιτυχής, πετυχημένος• ευδόκιμος. || παλ. αποτελεσματικός, ικανός.

    Большой русско-греческий словарь > успешный

  • 57 ухватистый

    επ., βρ: -тист, -а, -о
    ικανός στο πιάσιμο, στο πάρσιμο.
    βλ. ухатливый.

    Большой русско-греческий словарь > ухватистый

  • 58 учительный

    επ.
    1. ικανός για διδασκαλία.
    2. διδακτικός•

    -ые книги διδακτικά βιβλία.

    Большой русско-греческий словарь > учительный

  • 59 хваткий

    επ.
    ικανός στο πιάσιμο, συλληπτήριος. || μτφ. επιδέξιος, επιτήδειος, καπάτσος • πονηρός.

    Большой русско-греческий словарь > хваткий

  • 60 ходовой

    επ.
    1. κινητικός, της κίνησης, της πορείας, του πλου ή της πτήσης•

    -ые качества самолта οι πτητικές τελειοποιήσεις του αεροπλάνου•

    -ые испытания судна δοκιμές πλου σκάφους.

    || χρησιμοποιούμενος• εύχρηστος•

    -ая дорога χρησιμοποιούμενη οδός.

    || ευρισκόμενος σε λειτουργία•

    -ые автомобили αυτοκίνητα σε λειτουργία.

    2. κινητός, μετακινούμενος.
    3. πλατιά, χρησιμοποιούμενος, πολύ συνηθιζόμενος. || πολύ διαδομένος•

    -ые идеи πολύ διαδομένες ιδέες.

    4. ικανός• καπάτσος, καταφερτζής.
    εκφρ.
    - ое судно – σκάφος που πλέει προς τον άνω ρουν•
    ходовой парк – ντεπό επιδιορθωμένων μηχανών.

    Большой русско-греческий словарь > ходовой

См. также в других словарях:

  • ἱκανός — sufficing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ικανός — ή, ό (ΑΜ ικανός, ή, όν) 1. αυτός που έχει την επιδεξιότητα να κάνει κάτι, επιδέξιος 2. αυτός που έχει τη δύναμη να κάνει κάτι 3. (για πράγματα, καταστάσεις ή χρόνο) επαρκής, πολύς, ικανοποιητικός («έκτοτε διέρρευσε ικανός χρόνος») 4. (με κακή σημ …   Dictionary of Greek

  • ικανός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που μπορεί να κάνει κάτι, επιδέξιος, κατάλληλος: Ικανός για κάθε δουλειά. – Δεν είναι ικανός να αναλάβει αυτό το έργο. – Ικανός κυνηγός. 2. κατάλλληλος για στράτευση: Κρίθηκε ικανός πρώτης κατηγορίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἱκανά — ἱκανός sufficing neut nom/voc/acc pl ἱκανά̱ , ἱκανός sufficing fem nom/voc/acc dual ἱκανά̱ , ἱκανός sufficing fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱκανώτερον — ἱκανός sufficing adverbial comp ἱκανός sufficing masc acc comp sg ἱκανός sufficing neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱκανωτάτω — ἱκανός sufficing masc/neut nom/voc/acc superl dual ἱκανός sufficing masc/neut gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱκανωτάτων — ἱκανός sufficing fem gen superl pl ἱκανός sufficing masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱκανῶν — ἱκανός sufficing fem gen pl ἱκανός sufficing masc/neut gen pl ἱκανόω make sufficient pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἱκανόω make sufficient pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἱκανόω make sufficient pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱκανόν — ἱκανός sufficing masc acc sg ἱκανός sufficing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱκανώτατα — ἱκανός sufficing adverbial superl ἱκανός sufficing neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱκανώτατον — ἱκανός sufficing masc acc superl sg ἱκανός sufficing neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»