-
41 искусный
επ., βρ: -сен, -сна, -сно.1. επιδέξιος, ικανός, έμπειρος, διαβολεμένος•искусный врач γιατρός με τα όλα του (λαμπρός).
2. περίτεχνος, έντεχνος, μαστορικός, αριστοτεχνικός. -
42 испытанный
επ. από μτχ.δοκιμασμένος, άξιος, ικανός• πιστός•-ые войска δοκιμασμένα στρατεύματα•
испытанный друг πιστός (δοκιμασμένος) φίλος.
-
43 конченый
επ.τελειωμένος•дело -ое ηυπό-θεση τέλειωσε•
конченый человек άνθρωπος που τό φάγε το ψωμί του (δεν είναι ικανός πια για τίποτε).
-
44 летучий
-ая, -ееεπ., βρ: -туч, -а, -е.1. ιπτάμενος, πετάμενος. || ικανός για πτήση. || γρήγορος• ασταθής, μη μόνιμος.2. μτφ. φευγαλέος, παροδικός, διαβατικός, περαστικός, πρόσκαιρος.3. πεταχτός, γρήγορος, που γίνεται στα πεταχτά, στα γρήγορα (για συνέλευση, συλλαλητήριο κ.τ.τ.).4. πτητικός•-ие эфирные масла πτητικά αιθέρια έλαια.
εκφρ.- ая мышь – α) νυχτερίδα, β) φορητή λάμπα πετρελαίου•- ая почта – προσωρινό ταχυδρομείο (άμεσων αναγκών)•- ая рыба – εξώκοιτος (ψάρι). -
45 ловкий
επ., βρ: ловок, ловка, ловко; ловче κ. ловчее.1. επιδέξιος, επιτήδειος, σβέλτος•-ое движение επιδέξια κίνηση•
ловкий танцор σβέλτος χορευτής.
2. ικανός, καπάτσος, καταφερτζής.3. πρόσφορος, άνετος•-ое седло βολική σέλα.
|| πονηρός, δόλιος, πανούργος. -
46 малоспособный
επ., βρ: -бен, -бна, -оно; λίγο ικανός, μικρών ικανοτήτων. -
47 наименее
επίρ.λιγότερο, πιο λίγο•это мне наименее нравится αυτό μου αρέσει λιγότερο•
наименее удачный способ ο λιγότερο τελεσφόρος τρόπος•
наименее выгодно λιγότερο επικερδής.
|| μαζί με επ. σχηματίζει υπερθετικό βαθμό ο λιγότερο, ο ελάχιστα•наименее способный ученик ο λιγότερο ικανός μαθητής (ο πιο ανίκανος).
-
48 носить
ношу, носишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ношенный-шен, -а, -оρ.δ.μ.1. βλ. нести (1 σημ.).2. είμαι έγγυα.3. φέρω, φορώ•носить оччки φορώ ματαγυάλια•
носить траур; носить чрное πενθώ, φέρω πένθος, πενθοφορώ, μαυροφορώ•
кольцо φέρω φαχτυλίδι.
|| έχω•носить бороду φέρω γένια (γενειάδα)•
носить усы έχω μουστάκια•
бакенбарды φέρω φαβορίτες.
4. ονομάζομαι•носить фамилию мужа φέρω το επώνυμο του συζύγου.
|| (για βαθμό, τίτλο κ.τ.τ.)• κατέχω•он -ит звание генерала αυτός φέρει το βαθμό του στρατηγού.
5. ασθμαίνω, πνευστιώ, κοντανασαίνω.6. χαρακτηρίζομαι μαρτυρώ• έχω τη μορφή.εκφρ.способный носить оружие – ικανός να φέρει όπλο (μάχιμος)•высоко (гордо) носить голову – βλ. στο ρ. нести• носить на руких кого κρατώ στα χέρια κάποιον (προσέχω πάρα πολύ)•едва (ле, насилу – κ.τ.τ.) ноги -сит μόλις (και μετά βίας) σέρνει τα πόδια του.1. βλ. нестись (1 σημ.).2. φοριέμαι.3. τραβιέμαι, ασχολούμαι πολύ, καταγίνομαι.4. μεταφέρομαι, μετακομίζομαι, κουβαλιέμαι. -
49 оборотливый
επ., βρ: -лив, -а, -о, επιτήδειος, καπάτσος, ικανός, καταφερτζής. -
50 платёжеспособный
επ., βρ: -бен, -бна, -бноικανός (δυνάμενος) να πληρώσει, φερέγγυος ή αξιόχρεος. -
51 повадливый
επ., βρ: -лив, -а, -оικανός, με κλίση, με τάση. -
52 политикан
-а α. (περιφρ.) πολιτικάντης. || άνθρωπος ικανός, καπάτσος. -
53 правоспособный
επ.ικανός να έχει δικαιώματα και υποχρεώσεις. -
54 работоспособный
επ., βρ: -бен, -бна, -о; ικανός για εργασία. || αποδοτικός. -
55 умелый
επ.ικανός, επιδέξιος• επιτήδειος-άξιος• προκομμένος•умелый работик επιδέξιος εργάτης•
-ая хозяйка άξια νοικοκυρά•
-ые руки τα προκομμένα χέρια.
-
56 успешный
επ., βρ: -шен, -шна, -шноεπιτυχής, πετυχημένος• ευδόκιμος. || παλ. αποτελεσματικός, ικανός. -
57 ухватистый
επ., βρ: -тист, -а, -оικανός στο πιάσιμο, στο πάρσιμο.βλ. ухатливый. -
58 учительный
επ.1. ικανός για διδασκαλία.2. διδακτικός•-ые книги διδακτικά βιβλία.
-
59 хваткий
επ.ικανός στο πιάσιμο, συλληπτήριος. || μτφ. επιδέξιος, επιτήδειος, καπάτσος • πονηρός. -
60 ходовой
επ.1. κινητικός, της κίνησης, της πορείας, του πλου ή της πτήσης•-ые качества самолта οι πτητικές τελειοποιήσεις του αεροπλάνου•
-ые испытания судна δοκιμές πλου σκάφους.
|| χρησιμοποιούμενος• εύχρηστος•-ая дорога χρησιμοποιούμενη οδός.
|| ευρισκόμενος σε λειτουργία•-ые автомобили αυτοκίνητα σε λειτουργία.
2. κινητός, μετακινούμενος.3. πλατιά, χρησιμοποιούμενος, πολύ συνηθιζόμενος. || πολύ διαδομένος•-ые идеи πολύ διαδομένες ιδέες.
4. ικανός• καπάτσος, καταφερτζής.εκφρ.- ое судно – σκάφος που πλέει προς τον άνω ρουν•ходовой парк – ντεπό επιδιορθωμένων μηχανών.
См. также в других словарях:
ἱκανός — sufficing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ικανός — ή, ό (ΑΜ ικανός, ή, όν) 1. αυτός που έχει την επιδεξιότητα να κάνει κάτι, επιδέξιος 2. αυτός που έχει τη δύναμη να κάνει κάτι 3. (για πράγματα, καταστάσεις ή χρόνο) επαρκής, πολύς, ικανοποιητικός («έκτοτε διέρρευσε ικανός χρόνος») 4. (με κακή σημ … Dictionary of Greek
ικανός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που μπορεί να κάνει κάτι, επιδέξιος, κατάλληλος: Ικανός για κάθε δουλειά. – Δεν είναι ικανός να αναλάβει αυτό το έργο. – Ικανός κυνηγός. 2. κατάλλληλος για στράτευση: Κρίθηκε ικανός πρώτης κατηγορίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἱκανά — ἱκανός sufficing neut nom/voc/acc pl ἱκανά̱ , ἱκανός sufficing fem nom/voc/acc dual ἱκανά̱ , ἱκανός sufficing fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκανώτερον — ἱκανός sufficing adverbial comp ἱκανός sufficing masc acc comp sg ἱκανός sufficing neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκανωτάτω — ἱκανός sufficing masc/neut nom/voc/acc superl dual ἱκανός sufficing masc/neut gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκανωτάτων — ἱκανός sufficing fem gen superl pl ἱκανός sufficing masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκανῶν — ἱκανός sufficing fem gen pl ἱκανός sufficing masc/neut gen pl ἱκανόω make sufficient pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἱκανόω make sufficient pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἱκανόω make sufficient pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκανόν — ἱκανός sufficing masc acc sg ἱκανός sufficing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκανώτατα — ἱκανός sufficing adverbial superl ἱκανός sufficing neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκανώτατον — ἱκανός sufficing masc acc superl sg ἱκανός sufficing neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)