-
1 θεραπεια
ион. θεραπηΐη ἥ тж. pl.1) религиозное служение, почитание, культ(θεῶν τε καὴ δαιμόνων καὴ ἡρώων Plat.; περὴ τοὺς θεούς Isocr.)
τέν θεραπείαν ἀποδιδόναι τοῖς θεοῖς Arst. — поклоняться богам2) уважение, внимание(γονέων Plat.)
πᾶσαν θεραπείαν θεραπεύειν Plat. — окружать глубоким почитанием;θ. τοῦ κοινοῦ Thuc. — уважение к народу;ἐν πολλῇ θεραπείᾳ ἔχειν Thuc. — относиться с большим уважением3) уход, забота, попечение(τοῦ σώματος Plat., Arst.; τῆς ψυχῆς, ἵππων Plat.)
παῖδες πολλῆς ἔτι θεραπείας δεόμενοι Lys. — дети, очень еще нуждающиеся в попечении4) уход, выращивание(τῶν καρπῶν Plat.)
5) забота, приготовление(τῶν ποπάνων καὴ ἑψημάτων Plat.)
ἐν ἐσθῆτι καὴ θεραπείᾳ οὐ τῇ τυχούσῃ Xen. — в необычайно пышном наряде6) врачебный уход, лечение(τῶν καμνόντων Plat.)
αἱ περὴ τὸ σῶμα νοσημάτων πολλαὴ θεραπεῖαι Isocr. — многие способы лечения телесных болезней7) свита, охрана(ἥ ἱππικέ θ. Xen.)
ὅ ἐπὴ τῆς θεραπείας Polyb. — начальник корпуса телохранителей8) прислуга, слуги -
2 θεραπεία
η1) терапия, лечение; курс лечения;κάνω θεραπεία — лечиться, находиться на излечении;
2) перен. излечение, исцеление;ανεπίδεκτος θεραπείας — неизлечимый, неисцелимый; — непоправимый;
δεν υπάρχει θεραπεία γι' αυτό — это непоправимо
-
3 θεραπεία
{сущ., 4}1. исцеление, лечение, терапия;2. мн.ч. слуги, прислуга.Ссылки: Мф. 24:45; Лк. 9:11; 12:42; Откр. 22:2.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > θεραπεία
-
4 θεραπεία
{сущ., 4}1. исцеление, лечение, терапия;2. мн.ч. слуги, прислуга.Ссылки: Мф. 24:45; Лк. 9:11; 12:42; Откр. 22:2.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > θεραπεία
-
5 θεραπεία
1. исцеление, лечение, терапия; 2. мн.ч. слуги, прислуга.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > θεραπεία
-
6 θεραπεία
-
7 θεραπεία
[тэрапиа] ουσ θ лечение, исцеление. -
8 θεραπευτικη
-
9 θεραπηιη
-
10 αναληψις
- εως ἥ1) получение или взятие назад, отвоевание(τῆς ἀρχῆς Plut.)
2) приобретение, усвоение(ἐπιστήμης Plat.; ἀρετῆς Sext.)
3) восстановление(μνήμης Arst.; τῆς πόλεως Plut.)
4) исправление, искупление(τῆς ἐπαιτίου ἀναχωρήσεως Thuc.)
5) предоставление отдыха, восстановление сил(ἀ. καὴ θεραπεία τῶν ἀνδρῶν Polyb.)
6) излечение Plat.7) принятие в дом, усыновление(υἱοῦ Luc.; παιδός NT.)
8) вознесение NT. -
11 αποθεραπεια
-
12 βοηλατικη
-
13 γυμναστικος
I31) гимнастический(θεραπεία τοῦ σώματος Plat.)
2) занимающийся гимнастическими упражнениями, искусный в гимнастике(γ. καὴ εὐτελής Plut.)
3) упражняющий, развивающийII -
14 δερματουργικος
-
15 νεοπλουτος
21) недавно разбогатевший(ἀπελεύθερος Plut.; οἰκέτης Luc.)
2) высокомерный, чванный(θεραπεία Plut.)
3) претенциозный, пышный(δεῖπνα Plut.)
ν. τρύξ Arph. — высоко поднявшаяся (винная) гуща, т.е. зазнавшийся выскочка -
16 εντελής
-
17 ριζικός
-
18 2322
{сущ., 4}1. исцеление, лечение, терапия;2. мн.ч. слуги, прислуга.Ссылки: Мф. 24:45; Лк. 9:11; 12:42; Откр. 22:2.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2322
См. также в других словарях:
θεραπεία — θεραπείᾱ , θεραπεία service fem nom/voc/acc dual θεραπείᾱ , θεραπεία service fem nom/voc sg (attic doric aeolic) θεραπείᾱ , θεραπείη service fem nom/voc/acc dual θεραπείᾱ , θεραπείη service fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπείᾳ — θεραπείᾱͅ , θεραπεία service fem dat sg (attic doric aeolic) θεραπείᾱͅ , θεραπείη service fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπεία — Σύνολο μέτρων ικανών να προλάβουν την εκδήλωση ή να καταπολεμήσουν με επιτυχία μία παθολογική κατάσταση και τα συμπτώματά της· θεραπευτική αντίστοιχα καλείται ο κλάδος της ιατρικής που μελετά και υποδεικνύει τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη θ … Dictionary of Greek
θεραπεία — η 1. περίθαλψη του αρρώστου, αποκατάσταση της υγείας: Υποβλήθηκε σε εντατική θεραπεία. – Ριζική θεραπεία. 2. τα μέσα και η μέθοδος νοσηλείας: Ο γιατρός δεν εφάρμοσε σωστή μέθοδο θεραπείας. 3. καλλιέργεια, επίδοση σε κάτι με ζήλο: Θεραπεία των… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιτιολογική θεραπεία — Η θεραπεία που αποβλέπει στην εξάλειψη της αιτίας μιας νόσου και όχι μόνο των συμπτωμάτων της … Dictionary of Greek
θεραπείας — θεραπείᾱς , θεραπεία service fem acc pl θεραπείᾱς , θεραπεία service fem gen sg (attic doric aeolic) θεραπείᾱς , θεραπείη service fem acc pl θεραπείᾱς , θεραπείη service fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιμοθεραπεία — Θεραπεία με παρεντερική χορήγηση αίματος (μετάγγιση). * * * η Ιατρ. γενικά η χρησιμοποίηση αίματος και συχνότερα τού αίματος τού ίδιου τού αρρώστου για θεραπεία (αυτοαιμοθεραπεία). [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αίμα + θεραπεία, πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
θεραπείαι — θεραπείᾱͅ , θεραπεία service fem dat sg (attic doric aeolic) θεραπείᾱͅ , θεραπείη service fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπείαν — θεραπείᾱν , θεραπεία service fem acc sg (attic doric aeolic) θεραπείᾱν , θεραπείη service fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογοθεραπεία — Θεραπεία που αποσκοπεί να βοηθήσει ανθρώπους να ξεπεράσουν προβλήματα μέσω της προφορικής επικοινωνίας. Στα χέρια ειδικευμένων επιστημόνων αποδεικνύεται χρήσιμη σε ποικιλία περιπτώσεων, από τις ελαφρύτερες, όπως είναι τα προβλήματα άρθρωσης,… … Dictionary of Greek
Βατάτζης, Βασίλειος — (Θεραπεία Κωνσταντινούπολης 1693 – ;). Λόγιος. Γνώριζε καλά την αραβική και την τουρκική. Ως εμπορευόμενος, ταξίδεψε σε πολλές χώρες και σχετίστηκε φιλικά με τον σάχη της Μπουχάρας Ναντίρ, που τον διόρισε πρεσβευτή της χώρας του στην Πετρούπολη.… … Dictionary of Greek