Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

θεμέλιος

  • 1 фундаментный

    επ.
    θεμελιακός, θεμέλιος•

    -ая плита ο θεμέλιος λίθος.

    Большой русско-греческий словарь > фундаментный

  • 2 основиой

    основи||о́й
    прил θεμελιώδης, βασικός, κύριος (главный)/ οὐσιώδης (существенный):
    \основиойо́й закон ὁ θεμέλιος νόμος, τό σύνταγμα· \основиойой признак τό κύριον (τό βασικό) γνώρισμα, ἡ βασική Ενδειξις· \основиойая причина ἡ βασική αίτία, ἡ αἰτιολογία, τό αίτιολογικό[ν]· \основиойые моменты τά κύρια σημεία· \основиойые отрасли промышленности οἱ βασικοί κλάδοι τής βιομηχανίας· \основиойые средства производства эк. τά βασικά μέσα παραγωγής· \основиойой капитал эк. τό βασικό κεφάλαιο· \основиойые цвета физ. τά βασικά χρώματα.

    Русско-новогреческий словарь > основиой

См. также в других словарях:

  • θεμέλιος — of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεμέλιος — α και ος ο (AM θεμέλιος, ον) [θεμός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη βάση οικοδομήματος ή ο κατάλληλος να τεθεί πάνω σ αυτήν («θεμέλιος λίθος») 2. το ουδ. ως ουσ. το θεμέλιο(ν) α) συν. στον πληθ. το τμήμα οικοδομήματος που βρίσκεται κάτω από …   Dictionary of Greek

  • θεμέλιος — α, ο αυτός που αναφέρεται στα θεμέλια, βασικός: Θεμέλιος λίθος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θεμέλιον — θεμέλιος of masc/fem acc sg θεμέλιος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεμελίοις — θεμέλιος of masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεμελίου — θεμέλιος of masc/fem/neut gen sg θεμελιόω to lay the foundation of pres imperat act 2nd sg θεμελιόω to lay the foundation of imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεμελίους — θεμέλιος of masc/fem acc pl θεμελιόω to lay the foundation of imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεμελίων — θεμέλιος of masc/fem/neut gen pl θεμελιόω to lay the foundation of imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) θεμελιόω to lay the foundation of imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεμελίῳ — θεμέλιος of masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεμέλια — θεμέλιος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεμέλιε — θεμέλιος of masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»