Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

θεμέλιος

См. также в других словарях:

  • θεμέλιος — of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεμέλιος — α και ος ο (AM θεμέλιος, ον) [θεμός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη βάση οικοδομήματος ή ο κατάλληλος να τεθεί πάνω σ αυτήν («θεμέλιος λίθος») 2. το ουδ. ως ουσ. το θεμέλιο(ν) α) συν. στον πληθ. το τμήμα οικοδομήματος που βρίσκεται κάτω από …   Dictionary of Greek

  • θεμέλιος — α, ο αυτός που αναφέρεται στα θεμέλια, βασικός: Θεμέλιος λίθος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θεμέλιον — θεμέλιος of masc/fem acc sg θεμέλιος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεμελίοις — θεμέλιος of masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεμελίου — θεμέλιος of masc/fem/neut gen sg θεμελιόω to lay the foundation of pres imperat act 2nd sg θεμελιόω to lay the foundation of imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεμελίους — θεμέλιος of masc/fem acc pl θεμελιόω to lay the foundation of imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεμελίων — θεμέλιος of masc/fem/neut gen pl θεμελιόω to lay the foundation of imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) θεμελιόω to lay the foundation of imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεμελίῳ — θεμέλιος of masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεμέλια — θεμέλιος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεμέλιε — θεμέλιος of masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»