-
1 чудесный
чудесныйприл1. θαυμαστός, θαυμάσιος·2. (прекрасный) θαυμάσιος, ὑπέροχος:\чудесный день ἡ θαυμάσια (ἡ)μέρα, ἡ ὑπέροχη μέρα· у нее \чудесный голос αὐτή ἐχει θαυμάσια φωνή. -
2 золотник
золотник 1-а α.ζολοτνίκ, παλαιό χρυσό ρωσικό νόμισμα.εκφρ.мал золотник да дорог – (παρμ.) μικρό είν το χρυσάφι αλλά ακριβό, μικρός αλλά θαυμαστός.золотник 2-а α.(τεχ.) σύρτου (ατμό-), μηχανισμός. -
3 маленький
επ.1. μικρός•маленький дом μικρό σπίτι.
|| κοντός•-ое пальто κοντό πανωφόρι.
|| χαμηλός•маленький человек κοντός άνθρωπος.
|| σύντομος•-ая речь μικρός λόγος (ομιλία).
|| ολιγάριθμος•маленький отряд μικρό τμήμα.
2. άσημος, ασήμαντος•-ая роль μικρός ρόλος•
-ая перемена μικρή αλλαγή•
я маленький человек εγώ είμαι, ασήμαντος άνθρωπος.
3. ανήλικος•-ие дети μικρά! παιδιά.
ουσ. -ий, -ая μικρός•маленький плачет το μικρό κλαίει•
-ие и большие μικροί κάι μεγάλοι.
εκφρ.по -ой играть – (χαρτπ.) παίζω με λίγα χρήματα, βάζω λίγα στο χαρτί•по -ой выпить – πίνω από λίγο, κουτσοπίνω•маленький да удаленький – μικρός, αλλά θαυμαστός. -
4 промах
-а α.1. αστοχία (στη βολή).2. μτφ. λάθος, σφάλμα. || αποτυχία•сделать αποτυχαίνω, αστοχώ•
дать промах αποτυχαίνω, την παθαίνω.
εκφρ.малый не промах – μικρός, αλλά θαυμαστός.
См. также в других словарях:
θαυμαστός — wonderful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυμαστός — ή, ό (AM θαυμαστός, Μ και θαμαστός, Α ιων. τ. θωμαστός, ή, όν) [θαυμάζω] αυτός που προκαλεί τον θαυμασμό, αξιοθαύμαστος, θαυμάσιος, εξαίρετος (α. «κατορθώματά τε θαυμαστὰ πραχθέντα ἔξ ἐκείνων», Διγεν.Ακρ. β. «ἔργα μεγάλα τε καὶ θωμαστά», Ηρόδ. γ … Dictionary of Greek
θαυμαστότερον — θαυμαστός wonderful adverbial comp θαυμαστός wonderful masc acc comp sg θαυμαστός wonderful neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωμαστά — θαυμαστός wonderful neut nom/voc/acc pl (ionic) θωμαστά̱ , θαυμαστός wonderful fem nom/voc/acc dual (ionic) θωμαστά̱ , θαυμαστός wonderful fem nom/voc sg (doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωμαστότερον — θαυμαστός wonderful adverbial comp (ionic) θαυμαστός wonderful masc acc comp sg (ionic) θαυμαστός wonderful neut nom/voc/acc comp sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωυμαστά — θαυμαστός wonderful neut nom/voc/acc pl (ionic) θωυμαστά̱ , θαυμαστός wonderful fem nom/voc/acc dual (ionic) θωυμαστά̱ , θαυμαστός wonderful fem nom/voc sg (doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυμαστοτέρων — θαυμαστός wonderful fem gen comp pl θαυμαστός wonderful masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυμαστόν — θαυμαστός wonderful masc acc sg θαυμαστός wonderful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυμαστότατα — θαυμαστός wonderful adverbial superl θαυμαστός wonderful neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυμαστότατον — θαυμαστός wonderful masc acc superl sg θαυμαστός wonderful neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωμαστόν — θαυμαστός wonderful masc acc sg (ionic) θαυμαστός wonderful neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)