Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

η+βίδα

  • 1 βίδα

    η
    1) винт, шуруп; болт; 2) тех червяк; 3) перен. странность; вывих (разг);

    τρύ 'στρίψε η βίδα — он свихнулся;

    § του λείπει μιά βίδα — у него винтика не хватает;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βίδα

  • 2 βίδα

    [вида] ουσ. θ. винт, шуруп,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βίδα

  • 3 βίδα

    [вида] ουσ θ винт, шуруп.

    Эллино-русский словарь > βίδα

  • 4 στρίβω

    1. μετ.
    1) вить, крутить, скручивать; сучить;

    στρίβω τό νήμα — крутить нить;

    στρίβω τσιγάρο — скручивать папиросу;

    § τα στρίβω — или στρίβ τα λόγια ( — или τό λόγο) μου — менять позицию; — отказываться от собственных слов, идти на попятную;

    (τό) στρίβω удрать; — ускользнуть; — улизнуть (разг); — смыться (прост.);

    στρίβε (το)! — убирайся!;

    στρίβω τα μρύτρα — воротить морду (от чего-кого-л.);

    2. αμετ.
    1) поворачивать, сворачивать (куда-л.);

    στρίβ δεξιά — повернуть, свернуть направо;

    στρίβω στη γωνία — поворачивать за угол;

    2) виться, извиваться, изгибаться;

    στρίβει ο δρόμος — дорога петляет, кружит;

    3) передёрнуться, искривиться;
    εστριψε απ' το κακό του его передёрнуло от злобы; § τούστρ*ψε (η βίδα) он свихнулся

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > στρίβω

  • 5 σφίγγω

    (αόρ. έσφι(γ)ξα, παθ. αόρ. (ε)σφίχτηκα и εσφί(γ)χθην) 1. μετ.
    1) жать, сжимать, давить; сдавливать, стискивать; зажимать; прижимать;

    σφίγγω στην αγκαλιά μου — сжимать в своих объятиях;

    σφίγγω στο χέρι — зажимать в руке;

    σφίγγω τα δόντια — стискивать зубы;

    με σφίγγει το παπούτσι — обувь мне жмёт;

    2) затягивать; стягивать; подтягивать;

    σφίγγω τον κόμπο — затягивать узел;

    σφίγγω λουριά — затягивать, стягивать ремни;

    3) завинчивать, закручивать (гайки, кран и т, п.);

    σφίγγ τό παξιμάδι στη βίδα — навинчивать, навёртывать гайку на болт;

    4) торопить, подстёгивать;
    5) делать плотным, уплотнять; сгущать; τα 'σφιξες πολύ -ί'αύγά ты очень круто сварил яйца; 6) перен. нажимать (на кого-л.); вынуждать, заставлять; τον έσφιξε η ανάγκη нужда его заставила;

    § σφίγγω τα λουριά σε κάποιον — приструнить кого-л.;

    σφίγγω τό ζουνάρι μου — потуже затягивать пояс, голодать;

    σφίγγω τό χέρι — пожимать руку, поздравлять;

    σφίγγω την καρδιά μου — терпеть, сжав зубы, подавлять какое-л. чувство;

    θα σφίξω δυό κονιάκ пропущу две рюмочки коньяку;
    τοΰσφιξα δυό γροθιές я дал ему два тумака; 2. αμετ. 1) усиливаться; становиться крепче, крепчать (о морозе);

    σφίγγει η ζέστη — жара усиливается;

    2) сгущаться; затвердевать;
    εσφιξε η σάλτσα соус загустел; 3) осложняться, ухудшаться, усугубляться;

    σφίγγουν τα πράγματα — положение осложняется;

    4) притираться (о пробке);
    5) заедать (о винте и т. п.); 6) страдать запором;

    σφίγγομαι

    1) — жаться, прижиматься; — тесниться;

    σφιχθείτε λιγάκι потеснитесь немного;
    2) затягиваться, туго стягиваться (ремнём и т. п.); 3) стараться, прилагать (большие) усилия; напрягаться; σφίξου λίγο και θα τα καταφέρεις постарайся немного и добьёшься успеха;

    σφίγγομαι να τελειώσω — стараться закончить (что-л.);

    4) стеснять себя;
    ограничивать себя (в чём-л.);

    § σφίγγεται ( — или σφίγγει) η καρδιά μου — сердце сжимается (от жалости, печали, горя)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σφίγγω

  • 6 σφιχτός

    η, ό
    1) сжатый; прижатый; сдавленный, стиснутый; зажатый;

    σφιχτό αγκάλιασμα — крепкое объятие;

    σφιχτά χείλη — крепко сжатые губы;

    2) тесный (об обуви, одежде);

    σφιχτο παπούτσι — тесная обувь;

    3) тугой; затянутый, стянутый; крепко завязанный;

    σφιχτός κόμπος — тугой узел;

    σφιχτό ελατήριο — тугая пружина;

    σφιχτή πόρτα — тугая дверь;

    σφιχτή βίδα — тугой винт;

    4) густой; плотный; твёрдый;

    σφιχτό αυγό — крутое яйцо;

    σφιχτό κρέας — жёсткое мясо;

    5) крепкий, упругий, плотный;

    σφιχτό κορμί — упругое тело;

    σφιχτό πλέξιμο — плотная вязка;

    6) перен. скупой, прижимистый;

    έχει σφιχτό χέρι — он очень скуп;

    7) страдающий запором

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σφιχτός

См. также в других словарях:

  • βίδα — η 1. καρφί με ελικοειδείς εγκοπές 2. φρ. α) «είναι βίδα» είναι παράλογος ή εκκεντρικός β) «του στρίψε η βίδα» τρελάθηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < (βεν.) vida] …   Dictionary of Greek

  • βίδα — η (λ. ιταλ.) 1. κοχλιωτό καρφί που το μπήγουμε στρέφοντάς το δεξιά. 2. φρ., «Του στριψε η βίδα», τρελάθηκε· «Αυτός είναι βίδα», είναι ανισόρροπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βιδώνω — [βίδα] 1. τοποθετώ βίδα σε μια επιφάνεια στρέφοντάς την 2. φρ. α) «κάθεται βιδωμένος» ακίνητος β) «έτσι μου τη βίδωσε» πήρα αυτή τη σταθερή απόφαση …   Dictionary of Greek

  • κοχλίας — I (Ανατ.). Δομή του εσωτερικού αφτιού. Αποτελείται από έναν ελικοειδή σωλήνα που μοιάζει με κοχλία και διαιρείται σε τρία τμήματα, γεμάτα με υγρό (περιλέμφος). Τα δύο από αυτά αποτελούν κανάλια για τη μετάδοση της υδραυλικής πίεσης και το τρίτο… …   Dictionary of Greek

  • σφαιρόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση του πάχους μικρών ράβδων και πλακών και, έμμεσα, της αχτίνας του ημισφαίριου ή της σφαίρας στην οποία το ημισφαίριο ανήκει. Πρόκειται για ένα τρίποδα με πόδια κάθετα που σχηματίζουν μεταξύ τους ένα ισόπλευρο τρίγωνο. Στο… …   Dictionary of Greek

  • Belote — This article is about a French card game Belote. for Saudi Arabian game see Baloot .Belote is a 32 card trick taking game played in France, and is currently the most popular card game in that country. It was invented around 1920, probably from… …   Wikipedia

  • αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… …   Dictionary of Greek

  • ακοχλίωτος — η, ο [κοχλιωτός] 1. αυτός που δεν βιδώθηκε, ο αβίδωτος 2. αυτός που δεν έχει έλικα, βίδα …   Dictionary of Greek

  • ανεβάτης — ο 1. αυτός που βρίσκεται καβάλα πάνω σε ζώο, ο αναβάτης 2. η δύσπνοια, το ανέβασμα 3. το μέρος της μάντρας στο οποίο ανεβάζουν τις προβατίνες για άρμεγμα 4. ο ξύλινος μοχλός με τον οποίο μπορεί να μετακινηθεί η επάνω μυλόπετρα για να βγει το… …   Dictionary of Greek

  • βαρόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της ατμοσφαιρικής πίεσης. Το πρώτο β. το επινόησε ο Ιταλός Τοριτσέλι, στην προσπάθειά του να εξηγήσει γιατί οι αναρροφητικές αντλίες δεν μπορούν να ανεβάσουν το νερό πάνω από ένα ορισμένο ύψος. Το υδραργυρικό β. του… …   Dictionary of Greek

  • θηλειά — και θελ(ε)ιά και φηλ(ε)ιά, η 1. βρόχος («μού βαλε θηλειά στο λαιμό») 2. είδος παγίδας πουλιών ή μικρών θηραμάτων, συρτοθηλειά 3. το διάκενο στο δίχτυ, το μάτι 4. είδος κουμπότρυπας που σχηματίζεται με πλέγμα απ όπου περνά το κουμπί. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»