Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

σφιχτός

См. также в других словарях:

  • σφιχτός — ή, ό / σφίγκτός, ή, όν, ΝΜΑ, και σφικτός, ή, ό Ν 1. αυτός που σφίγγει, που περιβάλλει κάτι πιεστικά, που συσφίγγει (α. «σφιχτό παπούτσι» β. «σφιχτός κόμπος» γ. «σφιγκτότεροι τοῡ δέοντος οἱ ἐπίδεσμοι», Παύλ. Αιγ.) 2. καλά σφιγμένος (α. «σφιχτή… …   Dictionary of Greek

  • σφιχτός — ή, ό 1. επίρρ. ά αυτός που σφίγγει: Τα παπούτσια που πήρε του είναι λίγο σφιχτά. 2. σφιγμένος: Σφιχτή μέση. 3. πυκνός, στερεός, όχι πλαδαρός: Το έκανες πολύ σφιχτό το χαρμάνι. – Έχει σφιχτό κορμί. 4. τσιγκούνης: Είναι πολύ σφιχτός και του μένουν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναπτός — και αναφτός, ή, ό (Μ ἀναπτος, όν) αναμμένος μσν. προσαρμοσμένος, σφιχτός …   Dictionary of Greek

  • βλασερός — και βρασερός, ή, ό 1. (για όσπρια) αυτός που βράζει εύκολα 2. (για ψωμί) ζεστός ακόμη από τον φούρνο 3. (για τυρί) νερουλός, όχι σφιχτός 4. (για καρπούς) εύσαρκος, χυμώδης 5. (για ανθρώπους) φρέσκος, γεμάτος ζωντάνια. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βλασερός <… …   Dictionary of Greek

  • δεσμός — ο (AM δεσμός) 1. το μέσο (σκοινί, ταινία, λουρί) με το οποίο δένεται κάτι 2. σύνδεσμος, σχέση αμοιβαιότητας («έχουν ερωτικό δεσμό», «κατὰ φιλίας δεσμόν», «δεσμοὶ γὰρ οὗτοι πάσης πολιτείας») 3. ο κόμπος 4. φρ. «ο Γόρδιος δεσμός» κόμπος τόσο… …   Dictionary of Greek

  • δετός — ή, ό (AM δετός, ή, όν) [δω (δέω)] 1. αυτός ο οποίος μπορεί να δεθεί ή να συνδεθεί 2. ο δεμένος, ο δέσμιος νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο δετός είδος χορού που τον χορεύουν πολλοί μαζί συμπλέκοντας τα χέρια 2. (για το σώμα και τα σαρκώδη μέλη του) ο …   Dictionary of Greek

  • εκζεστός — ἐκζεστός, ή, όν (AM) βραστός αρχ. (για αβγά) ο βρασμένος ώστε να γίνει σφιχτός …   Dictionary of Greek

  • ναστός — ή, ὁ (ΑΜ ναστός, ή, όν) [νάσσω] 1. αυτός που έγινε με ισχυρή συμπίεση, πυκνά συμπιεσμένος, σφιχτός, πατικωμένος 2. αυτός που αποτελείται από την ίδια ύλη, από συμπιεσμένη μάζα, συμπαγής, στερεός, ο χωρίς κενό (μσν. αρχ.) το ουδ. ως ουσ. τὸ ναστόν …   Dictionary of Greek

  • πάχετος — ον, Α 1. πυκνός, χοντρός («λάβε δίσκον μείζονα καὶ πάχετον», Ομ. Οδ.) 2. (για κόμπο ή δεσμό) σφιχτός 3. (το αρσ. ως ουδ. ουσ.) τὸ πάχετος ο όγκος, το πάχος («τοῡ πάχετος μῆκός τε πολύτροπον», Νίκ. Θηρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παχύς + επίθημα ετος (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… …   Dictionary of Greek

  • στεγνοφυής — ές, Α πυκνός, σφιχτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < στεγνός + φυής (< φύω / φύομαι), πρβλ. μεγαλο φυής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»