-
1 αποδοχη
ἥ1) обратное получение Thuc.2) тж. pl. одобрение, похвала Polyb., Diod.3) принятие, допущение(ὀνομάτων τινῶν Sext.)
-
2 ἀποδοχή
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀποδοχή
-
3 αποδοχή
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αποδοχή
-
4 αποδοχή
η1) принятие; приёмка; 2) одобрение, согл5сие; 3) фин. акцепт; 4) πλ. жалованье, заработная плита; денежное содержание;άδεια με πλήρεις αποδοχές — оплаченный отпуск;
άδεια άνευ αποδοχών — отпуск без сохранения содержания, за свой счёт
-
5 ἀποδοχή
принятие, одобрение.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀποδοχή
-
6 αποδοχή
[аподохи] ουσ θ принятие, прием. -
7 594
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 594
См. также в других словарях:
ἀποδοχή — receiving back fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποδοχή — η 1. το να δεχτεί κανείς κάτι που του προσφέρουν ή του στέλνουν: Η αποδοχή των προσφερόμενων από κάποιον χρειάζεται πολλή σκέψη. 2. έγκριση, συγκατάθεση: Η αποδοχή ή όχι των προτάσεών σας απαιτεί μελέτη τους. 3. «αποδοχή συναλλαγματικής», ανάληψη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποδοχή — η (AM ἀποδοχή) [αποδέχομαι] 1. το να γίνεται δεκτό κάτι που επιστρέφεται, η παραλαβή 2. η παραδοχή, η συγκατάθεση νεοελλ. στον πληθ. οι αποδοχές το σύνολο της αμοιβής υπαλλήλου (μισθός, επιμίσθιο, επιδόματα) αρχ. 1. η επιδοκιμασία 2. η ευνοϊκή… … Dictionary of Greek
ἀποδοχῇ — ἀποδοχῆι , ἀποδοχεύς keeper of archives masc dat sg (epic ionic) ἀποδοχή receiving back fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδοχαῖς — ἀποδοχή receiving back fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδοχήν — ἀποδοχή receiving back fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κλεπταποδοχή — Η σκόπιμη απόκρυψη, αγορά, κτήση με τύπο ενεχύρου ή αποδοχή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο καθώς και η μεταβίβαση ή η εξασφάλιση της κατοχής από μέρους τρίτου ενός κινητού πράγματος ή τιμήματος αυτού, γνωρίζοντας ότι αυτό προέρχεται από κλοπή. Ο… … Dictionary of Greek
σύμβαση — (Νομ.). Η σύμπτωση των δηλώσεων της θέλησης δύο ή περισσότερων προσώπων, με το σκοπό να προσκομιστούν απ’ αυτήν έννομα αποτελέσματα. Ως παράσταση εμφανίζεται με την πρόταση από το ένα μέρος και την αποδοχή από το άλλο. Η σ. για να υπάρξει,… … Dictionary of Greek
ομολογία — I Συμφωνία, ομοφωνία. Ο. πίστης ονομάζεται η επίσημη έκθεση των δογμάτων μιας Εκκλησίας ή και η αποδοχή ενός θρησκευτικού δόγματος. (Νομ.) Ο όρος ο. σημαίνει γενικά την αναγνώριση ή την αποδοχή κατηγορίας πταίσματος από το πρόσωπο που διέπραξε το … Dictionary of Greek
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek