-
1 ζαμενέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζαμενέω
-
2 ζάμενζε
ζᾰμεν-ζε, inseparable Suffix, denotingA motion towards:—prop. representing - σδε, as in Ἀθήναζε, Θήβαζε, θύραζε for Ἀθήνασδε, Θήβασδε, θύρασδε: but sts. found with sg. Nouns, as ἔραζε, χαμᾶζε, Ὀλυμπίαζε, Μουνυχίαζε, cf. A.D.Adv.194.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζάμενζε
-
3 ζαμενής
A very strong, mighty, raging, h.Merc.307 (in [comp] Sup. ζαμενέστατε) ; Κένταυρος, ἅλιος, Pi.P.9.38, N.4.13, cf. Sammelb. 5829.8: once in Trag., ζ. λόγος word of violence or enmity, S.Aj. 137 (anap.); also in late [dialect] Ep.,ζ. χόλος Opp.C.3.448
: neut. as Adv.,ἐπὶ ζαμενὲς κοτέουσα Nic.Th. 181
:—in form [full] ζᾰμενός, ή, όν, Orac. ap. Porph.Plot.22 codd., Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζαμενής
См. также в других словарях:
Ζαμέν, Ζιλ — (Jules Zamin, 1818 – 1886). Γάλλος φυσικός. Το 1852 έγινε καθηγητής του πολυτεχνείου και το 1863 καθηγητής του πανεπιστημίου του Παρισιού. Μελέτησε το φαινόμενο της διάθλασης των αερίων και ερεύνησε το πρόβλημα της απορρόφησης των φωτεινών και… … Dictionary of Greek
γραφολογία — Τεχνική που αποτελείται από ένα σύνολο κανόνων και επιτρέπει σε άτομα, ιδιαιτέρως ικανά και πεπειραμένα, να περιγράφουν πλευρές της προσωπικότητας με βάση την ανάλυση της αυθόρμητης γραφής. Όπως το βάδισμα, η στάση του σώματος, η μιμική και όλες… … Dictionary of Greek