Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ζώο

См. также в других словарях:

  • ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… …   Dictionary of Greek

  • ζώο — το 1. κάθε έμβιο ον. 2. ανόητος και ακαλλιέργητος άνθρωπος: Είναι ζώο και δεν καταλαβαίνει τίποτε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Οάννης — Ζώο με λογικό, θεότητα της χαλδαϊκής κοσμογενίας. Είχε σώμα ψαριού και κεφάλι και πόδια ανθρώπου. Μιλούσε επίσης σαν άνθρωπος και ζούσε χωρίς να τρέφεται. Το ζώο αυτό δίδαξε στους ανθρώπους τις επιστήμες και τις τέχνες, τους έμαθε τους κανόνες… …   Dictionary of Greek

  • αγελάδα — Ζώο της οικογένειας των βοοειδών της τάξης των αρτιοδακτύλων. Το αρσενικό της λέγεται ταύρος. Το ανάστημά της είναι μικρότερο από του αλόγου και το σώμα της βαρύ και εύρωστο. Έχει κεφάλι κοντό σε σχέση με το σώμα της, με πλατιά ρουθούνια που… …   Dictionary of Greek

  • βόδι — Ζώο της οικογένειας των βοοειδών (βλ. λ.) * * * το 1. μεγαλόσωμο κατοικίδιο μηρυκαστικό (το αρσενικό λέγεται ταύρος, το θηλυκό αγελάδα, το νεαρό μοσχάρι και έπειτα από χρονικό διάστημα ενός περίπου έτους δαμάλι) 2. (για άνθρωπο) νωθρός και… …   Dictionary of Greek

  • σπερμόφιλος — Ζώο της οικογένειας των Σκιουριδών που ανήκει στην τάξη των τρωκτικών (της υπόταξης των σκιουρόμορφων). Οι σ. ζουν κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και διακρίνονται σε αμνοσπερμόφιλους και σε ωτοσπερμόφιλους. Έχουν αρκετά κοινά… …   Dictionary of Greek

  • γουανάκο — Ζώο που ανήκει στο είδος lama guanicos της οικογένειας των καμηλίδων, της τάξης των αρτιοδάκτυλων θηλαστικών. Από πολλούς θεωρείται ως το είδος από το οποίο προέρχονται το λάμα και το αλπακά, είδη που σήμερα είναι εξημερωμένα ενώ το ίδιο το γ.… …   Dictionary of Greek

  • ζῶι' — ζῷο , ζάω pres opt mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζῷ' — ζῷο , ζάω pres opt mp 2nd sg ζῷα , ζώιον neut nom/voc/acc pl ζῷα , ζῷον living being neut nom/voc/acc pl ζῷαι , ζωή living fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… …   Dictionary of Greek

  • θηρίο — και θεριό, το (ΑΜ θηρίον) 1. άγριο ζώο, αγρίμι 2. μτφ. για πρόσ. άσπλαχνος, σκληρόκαρδος, ωμός, σκληρός, απάνθρωπος (α. «αυτός είναι θηρίο ανήμερο» β. «ώ δειλότατον συ θηρίον», Αριστοφ.) νεοελλ. 1. μτφ. (για μεγαλόσωμο άνθρωπο και για ασθενή που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»