-
61 притрава
-ы θ.(για ζώο, πτηνό) εξάσκηση για κυνήγι. -
62 притравишь
-травлю, -травишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. притравленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ. (κυνηγ.) συνηθίζω ζώο για κυνήγι. -
63 производитель
-я α.1. παραγωγός•мелький производитель μικροπαραγωγός.
2. (για αρσενικό ζώο)• επιβήτορας, οχευτής, βατευτής•жеребец— ο κήλονας.
εκφρ.производитель работ – ο εργοδηγός. -
64 рогач
-а α.1. το αρσενικό κερασφόρο ζώο•олень— το αρσενικό ελάφι.
2. (διαλκ.) λαβίδα, τσιμπίδα. -
65 скот
-а α.1. αθρσ. τα ζώα, τα κτήνη•крупный рогатый скот τα μεγάλα κερασφόρα ζώα•
мелкий рогатый скот τα μικρά κερασφόρα ζώα•
молочный скот τα γαλακτοφόρα ζώα•
рабочий скот τα φορτηγά ή αροτριόντα ζώα.
2. μτφ. ζώο, κτήνος, κτηνάνθρωπος, ανθρωπόμορφο κτήνος. -
66 степняк
-а α. -чка, -и θ.1. κάτοικος της στέπας.2. ζώο ή πτηνό της στέπας. -
67 струна
-ы, πλθ. струны θ.1. χορδή (μουσικών οργάνων).πλθ. -ы οι μουσικοί φθόγγοι.2. τα ευαίσθητα σημεία•-ы сердца, души οι χορδές της καρδιάς, της ψυχής.
3. κάθε τι τεντωμένο (σχοινί, λωρ ί κλπ.).εκφρ.в -у ή -ой – α) τεντωμένος, κορδωμένος. β) ορμητικά, αστραπιαία (για ζώο που τρέχει)•держать в -е кого – κρατώ κάποιον σε αυστηρότητα• με αυστηρή επίβλεψη•тронуть (задеть) чувствительную ή больную -у кого – θίγω την ευαίσθητη χορδή κάποιου. -
68 сука
-и θ.η σκύλα (ζώο) καθώς και βρισιά προς γυναίκα. -
69 сучка
-и θ.το θηλυκό ζώο. -
70 тапир
-а α.ο τάπιρος (ζώο θηλαστικό). -
71 трепанг
-а α.ολοθουρία, τρεπάγκ (θαλάσσιο ζώο). -
72 трусить
тру/ сить 1трушу, трусишьρ.δ.δειλιάζω, φοβούμαι, κιοτεύω, λιγοψυχώ. || φοβούμαι•трусить наказания φοβούμαι τις τιμωρίες.
труси/ть 2трушу, трусишьρ.δ.μ. (απλ.) τινάζω, σείω•трусить муку из мешка τινάζω το αλεύρι από το τσουβάλι•
трусить груши τινάζω τα αχλάδια (από την αχλαδιά).
1. τινάζομαι, σείομαι.2. τρέμω (από το κρύο, φόβο κ.τ.τ.).труси/ть 3трушу, трусишьρ.δ.(για ζώα) • τρέχω με γρήγορα βηματάκια. || πηγαίνω τροκ, τροχάζω (σε ζώο). || (για άνθρωπο) γοργοβαδιζω. -
73 фараонов
-а, -оεπ.φαραωνικός•-а пирамида η πυραμίδα των φαραώ.
εκφρ.- а мышь – ο ιχνευμόνας (ζώο που καταστρέφειποντικούς, αρουραίους). -
74 фитофаг
-а α.ζώο φυτοφάγο. -
75 хищник
-а α.1. ζώο αρπαχτικό.2. μτφ. άρπαγας, αρπαχτής• σφετεριστής. -
76 хищница
-ы θ.1. το θηλυκό αρπαχτικό ζώο.2. αρπάχτρα. -
77 хомутать
-
78 четвероногий
επ.τετράποδος•-ое животное τετράποδο ζώο.
ουσ. -ое ουδ. το τετράποδο. -
79 чудовище
-а ουδ.1. τέρας•чудовище сфинкс το τέρας η Σφιγξ.
|| πολύ άσχημος άνθρωπος. || ζώο πελώριο, τεράστιο.2. μτφ. πολύ σκληρός, σκληρόκαρδος• σκυλόψυχος. -
80 эндем
-а α.ένδημο (ντόπιο) ζώο ή φυτό.
См. также в других словарях:
ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… … Dictionary of Greek
ζώο — το 1. κάθε έμβιο ον. 2. ανόητος και ακαλλιέργητος άνθρωπος: Είναι ζώο και δεν καταλαβαίνει τίποτε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Οάννης — Ζώο με λογικό, θεότητα της χαλδαϊκής κοσμογενίας. Είχε σώμα ψαριού και κεφάλι και πόδια ανθρώπου. Μιλούσε επίσης σαν άνθρωπος και ζούσε χωρίς να τρέφεται. Το ζώο αυτό δίδαξε στους ανθρώπους τις επιστήμες και τις τέχνες, τους έμαθε τους κανόνες… … Dictionary of Greek
αγελάδα — Ζώο της οικογένειας των βοοειδών της τάξης των αρτιοδακτύλων. Το αρσενικό της λέγεται ταύρος. Το ανάστημά της είναι μικρότερο από του αλόγου και το σώμα της βαρύ και εύρωστο. Έχει κεφάλι κοντό σε σχέση με το σώμα της, με πλατιά ρουθούνια που… … Dictionary of Greek
βόδι — Ζώο της οικογένειας των βοοειδών (βλ. λ.) * * * το 1. μεγαλόσωμο κατοικίδιο μηρυκαστικό (το αρσενικό λέγεται ταύρος, το θηλυκό αγελάδα, το νεαρό μοσχάρι και έπειτα από χρονικό διάστημα ενός περίπου έτους δαμάλι) 2. (για άνθρωπο) νωθρός και… … Dictionary of Greek
σπερμόφιλος — Ζώο της οικογένειας των Σκιουριδών που ανήκει στην τάξη των τρωκτικών (της υπόταξης των σκιουρόμορφων). Οι σ. ζουν κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και διακρίνονται σε αμνοσπερμόφιλους και σε ωτοσπερμόφιλους. Έχουν αρκετά κοινά… … Dictionary of Greek
γουανάκο — Ζώο που ανήκει στο είδος lama guanicos της οικογένειας των καμηλίδων, της τάξης των αρτιοδάκτυλων θηλαστικών. Από πολλούς θεωρείται ως το είδος από το οποίο προέρχονται το λάμα και το αλπακά, είδη που σήμερα είναι εξημερωμένα ενώ το ίδιο το γ.… … Dictionary of Greek
ζῶι' — ζῷο , ζάω pres opt mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζῷ' — ζῷο , ζάω pres opt mp 2nd sg ζῷα , ζώιον neut nom/voc/acc pl ζῷα , ζῷον living being neut nom/voc/acc pl ζῷαι , ζωή living fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… … Dictionary of Greek
θηρίο — και θεριό, το (ΑΜ θηρίον) 1. άγριο ζώο, αγρίμι 2. μτφ. για πρόσ. άσπλαχνος, σκληρόκαρδος, ωμός, σκληρός, απάνθρωπος (α. «αυτός είναι θηρίο ανήμερο» β. «ώ δειλότατον συ θηρίον», Αριστοφ.) νεοελλ. 1. μτφ. (για μεγαλόσωμο άνθρωπο και για ασθενή που… … Dictionary of Greek